Σαν σήμερα, καταργείται το 1982 η σχολική ποδιά

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1982 oταν με απόφαση του τότε Υπ. Παιδείας Λευτέρη Βερυβάκη, η ποδιά έπαψε να είναι υποχρεωτική στα σχολεία.

Οι απόφοιτοι του 1974 του Δημοτικού Σχολείου Λεονταρίου με τον δάσκαλό τους κ. Γεώργιο Παύλου, στην Ε΄ & Στ΄ τάξη. Βλ. leontari-thivon. 

 
Αριστ., βλ. 3o Δημοτικό Σχολείο Αλεξάνδρειας. Δεξ., βλ. united reporters.
 

Βλ. lolanaenaallo.

 
Μαθητές της Ιονίου Σχολής. Βλ. Ionios Club.

 

Το Γαλλικό Σχολείο στην Αλεξανδρούπολη (1924-25). Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.

 
Κάστρο Λήμνου, τάξη Δ’ Γυμνασίου. Βλ. lolanaenaallo.

 
Τελειόφοιτοι του οκταταξίου Γυμνασίου Πτολεμαίδας τον Ιούνιο του 1949. Βλ. O Kailariotis (Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι).

 
Μαθητές και μαθήτριες του Δημοτικού Σχολείου Καρίτσας στη Λακωνία (1958). Βλ. Δημήτρη Κατσάμπη. 

 
Βλ. O Kailariotis (Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι).

 
Αριστ., βλ. lolanaenaallo. Δεξ., μαθητές με τα πηλήκιά τους στην Αλεξανδρούπολη το 1958. Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.
 
Δημοτικό Σχολείο Λισβορίου. Βλ. dimotikolisvorioy.
 
Αριστερά, μαθήτριες του 7ου Γυμνασίου Αθηνών στην πλατεία Μεταξά, πρώην Αγίου Κωνσταντίνου και νυν Σωτήρη Πέτρουλα. Πίσω τους η Λένορμαν και το καφενείο του Μαμάη στην οδό Μύλων. Βασιλική και Νέλη, 1950. Βλ. akadimiaplatonos.

Δεξιά, μαθήτριες στον Πειραιά. Βλ. pireorama.

 
Στην πάνω φωτ., μαθήτριες κοπτικής (1945). Βλ. adrianou.
 

Βλ. akadimia platonos.

 
Γιορτή σε Δημοτικό Σχολείο το 1970. Βλ. lolanaenaallo.


Ιόνιος Σχολή. Βλ. Ionios Club.

 
Αγιασμός στην Ιόνιο Σχολή (1958). Βλ. Ionios Club.

Πάνω, Δημοτικό Σχολείο Λισβορίου. Βλ. dimotikolisvorioy. Κάτω, βλ. pisostapalia.
 
Αριστ., βλ. lolanaenaallo. Δεξ., μαθήτριες φωτογραφίζονται με τα εικονίσματα της εκκλησίας του Άη Γιώργη, έξω από την Χώρα Σαμοθράκης. Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.
 
Αριστ., 7ο Ενιαίο Λύκειο Πειραιά. Δεξ., 6τάξιο Γυμνάσιο Θηλέων, με καθηγητή τον κ. Χαραμή (6 Ιουνίου 1970).


 

Βλ. lolanaenaallo.

Γ τάξη 1977, Α’ Θηλέων, Καβάλα. Βλ. 30 Χρονια Kavala.
 
Αλεξανδρούπολη. Tελευταίες μέρες της Έκτης τάξης του 1ου Δημοτικού Σχολείου τον Ιούνιο του 1969. Οι μαθήτριες με τον δαασκαλό τους κ.Γαλετζά. Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.
 
Κυνόσαργες, IB’ Γυμνάσιο Θηλέων (1962-6). Φωτογραφικό αρχείο 36ου Λυκείου. Βλ. Κυνόσαργες (6o ΓΕΛ Αθήνας).

 

Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.


Κυνόσαργες, IB’ Γυμνάσιο Θηλέων (1962-6). Φωτογραφικό αρχείο 36ου Λυκείου. Βλ. Κυνόσαργες (6o ΓΕΛ Αθήνας).

Κυνόσαργες, IB’ Γυμνάσιο Θηλέων (1962-6). Φωτογραφικό αρχείο 36ου Λυκείου. Βλ. Κυνόσαργες (6o ΓΕΛ Αθήνας).

Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.

Αριστ., μαθήτριες του Γυμνασίου στο πάρκο Εγνατία της Αλεξανδρούπολης στις αρχές του ΄60. Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη. Δεξ. πάνω, αρχείο Ε. Α. Λιγνού, βλ. santorinibusiness. Δεξ. κάτω, χορωδία του Β΄Γυμνασίου Θηλέων Θεσσαλονίκης (2.4.1950). Βλ. 19gymthe’s blog.


Αριστ., βλ. lolanaenaallo. Δεξ., βλ. oitheitses.

 

Αριστ., ο μαθητής Ηλίας. Δεξ., 4o Δημοτικό Σχολείο Αλεξανδρούπολης, 1973. Η Ευγενούλα και ο Γιαννάκης Μπράμος με τον πατέρα τους. Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη


Βλ. 30 Χρονια Kavala.

 

Αλεξανδρούπολη, Γ1 Γυμνασίο Θηλέων (1978-79). Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.

Γυμνάσιο Θηλέων Αλεξανδρούπολης, τάξη του 1977. Βλ. Γραφική Παλιά Αλεξανδρούπολη.
 
Βλ. christinapoliti.


Αλίκη Βουγιουκλάκη, Δημήτρης Παπαμιχαήλ στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου Το Ξύλο Βγήκε Απ’ τον Παράδεισο (1959). 


Βλ. mysalonika.

Greeks arrived mid 7th century BC and found a charming spot the other side of Martigues at St. Blaise

Martigues

Martigues (Occitan: Lo Martegue in classical norm, Lou Martegue in Mistralian norm) is a commune northwest of Marseille. It is part of the Bouches-du-Rhône department in the Provence-Alpes-Côte d’Azur region on the eastern end of the Canal de Caronte.

History

The Greeks arrived mid 7th century BC and found a charming spot the other side of Martigues at St. Blaise and is becoming the main town in the west of the Etang de Berre. This site stands on a hill top plateau, amoungst pine trees and is situated between two peaceful etangs. This idyllic site too had previously been occupied by Celts, but the Greeks ‘kind of took it over’ and it grew and grew, finally becoming a town encompassing 40 hectares. Stone to build the site was chiselled out from the rock along the coast and transported inland. Similarly was stone acquired to built the site of Marseille, 40 kms to the west. The ancient chisel marks are still evident on close inspection.

Greeks arrived further south, on the shore of the Mediterranean Sea, form the two villages of Tamaris (-640 to -560) and the Arquet (-625 to -560) on two neighboring headlands. These two villages are home to only the space of a generation or two before being abandoned. The village of Tamaris also presents the remarkable character of being the oldest indigenous urban area of southern France.29. The period also saw the emergence of small villages on especially difficult summits of access such as the oppidum Escourillon or Mourre of Bœu.

After the coastal stations of Tamaris and Arquet, larger sites begin to appear. Hill St. pierre33 is occupied from 550 BC. J.-C.29. The site will gradually become the most important oppidum avatique and the main town in the west of the chain of Nerthe29. About 475 BC. AD, another major urban center avatique is taking place on the Island. These three centers are experiencing a continuous occupationfor several siècles29. Relations with Marseille are initially relatively peaceful.

Towards the end of the third century BC. AD, the Avatiques thus seem to be the first to have used indigenous writing grecque. However, with the capture of Phocaea by the Persians and the flight of its inhabitants to their colonial possessions, power Marseille has increased significantly. In fact, Marseille has a monopoly on amphora Provencal market. It seems that Marseille has sought to divide the Gauls. However, this does not exclude some direct interventions. In the fourth century BC. BC, the village of Arquet rebuilt close to important careers shaved. The most violent military crisis between Marseille and Avatiques date of -200 to -190 BC period. AD City Island is destroyed, but quickly reconstruite.

Graeco-Roman settlement in northeastern Spain, modern Ampurias

Emporion, Emporiae (Ampurias) (Greek: ᾽Εμπόριον, “port of trade”): Graeco-Roman settlement in northeastern Spain, modern Ampurias.

According to the Greek geographer Strabo of Amasia, the Palaiapolis of Emporion was founded by Greeks from Massilia (Geography, 3.4.8). It was not a completely new town: the Iberian tribe of the Indigetes was already living there. The two nations appear to have gone along well: the natives obtained precious goods from the east, while the Greeks gained a stopover port in their expanding network in the western part of the Mediterranean.

History

A Greek trading settlement inhabited by the Phokaians from Massalia, at the end of the Gulf of Rosas on the Costa Brava; it is 3 km from the village of La Escala and 40 km NE of Gerona. It is first mentioned in the Periplus of the Pseudo-Skylax and in Skymnos. Its location has been known from the time of the Renaissance since it gave its name to an entire district, the Ampurdan, was an episcopal see in the Middle Ages, and one of the counties of the Marca Hispanica.

The Greeks originally occupied the small islet of San Martin, now joined to the mainland, which was subsequently known as Palaiapolis (Strab. 3.4.8). They soon spread to the nearby coast and used the mouth of the Clodianus (Fluvia) as a trading port. The town was founded a little after 600 B.C. (date of the foundation of Massalia) and throughout the 6th c. was a mere trading settlement, a port of call on the trade route from Massalia (Marseille), two days’ and one night’s sail distant (Pseudo-Skylax 3), to Mainake and the other Phokaian foundations in S Iberia which traded with Tartessos. Because it was frankly a mart the Greek settlement grew rapidly, and probably received fugitives from the destruction of Phokaia by the Persians (540) and after the Battle of Alalia (537), also Greeks from Mainake and other cities in the S destroyed by the Carthaginians.


Greek vessel

In the 5th c. Massalia declined, and Emporion, which was already independent, became a polis ruled by magistrates; it developed a brisk trade with the Greek towns in S Italy, the Carthaginian towns, and the native settlements in the interior, on which it had a profound Hellenic influence. Emporion then minted its own coins, first imitating those of the towns with which it traded, including Athens and Syracuse, and later creating its own currency in fractions of the drachma. The types were copied from those of both Carthage and Syracuse, and the currency system continued to be separate from that of Massalia until Emporion was Romanized in the 2d c. The 5th-3d c. were those of its greatest wealth and splendor.


Business Letter (Greek inscription)  

Commercial letter, written in Greek on plated lead, in which a merchant from Ionia sends off several orders to his representative in Emporion. Fifth century BCE.

[‒ ‒ ‒]ν̣[‒ ‒ ‒]?

[‒ ‒ ‒][κελεύε̄] ο̣[κ]ω̣ς ἐν Σαιγάνθηι ἔσηι, κἂν [‒ ‒ ‒] 1

[‒ ‒ ‒] Ἐ̣μππορίταισιν οὐδ’ ἐπιβα̣[‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒]νε̣ς ἢ ἔ̣κοσι κοἶνος {καὶ οἶνος} οὐκ ελ̣σω̣[….]δ[‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒]ἐν Σαιγ]άνθηι ὀνωνῆσθαι Βασπεδ[…]π[λοῖον ‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒]αναρσαν παρακομίσε̄ν κἂς [..]ε[……]ο̣[‒ ‒ ‒] 5

[‒ ‒ ‒]λ..εωνι τί τούτων ποητέον [..]ν[‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒]τα καὶ κελεύε̄ σε Βασπεδ[..]εδ̣ε̣ι[‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒ ἔρε]σθαι ε̣ τίς ἐστιν ὂς ἔλξει ἐς δ[.]οστ. α[‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒ ἠ]μέτερον· κἂν δύο ὤισι, δύο προ̣[εσ]θ[ω ‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒]ἀ̣ρ[χ]ὸς δ’ ἔστω· κἂν αὐτὸς θέλ[ηι ‒ ‒ ‒] 10

[‒ ‒ ‒ τὤ]μ[υ]συ μετεχέτω· κἂμ μὴ ὀ[μο]ν̣[οηι ‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒]τ̣ω κἀπιστε̄λάτω ὀκόσο̄ ἂν[‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒]ν ὠς ἂν δύνηται τάχιστα[‒ ‒ ‒]

[‒ ‒ ‒κεκ]έλευκα· χαῖρε.

 1(δεῖ σε ἐπιμελε̄́σθαι)] ο̣[κ]ω̣ς: ὅπως / ὤς ZPE 72: ῳς … καν Slings: δεῖ σε επιμελέσθαι] ὄ[κ]ως ἐν Efenterre-Ruzé: <Ζ>α<κ>άθηι Musso: ὂ[κ]ως ZPE 68. 2 ἐ]ππορίταισιν (= μέτοικοι) / Ἐ]ππορίταισιν / ἀ]ππορίταισιν (= ἀμφορίτης) Musso: ἐπιβα̣[ίνηις ZPE 84: ἐπιβα̣[ίνε̅ν ZPE 72: ἐπιβα̣[ταισι ZPE 68 ZPE 72: ἐπιβα̣ Slings: ἐπιβά̣[ταισιν] Efenterre-Ruzé. 3 ἐ̣σ̣[…]δ[ Slings: πλέο]νε̣ς Efenterre-Ruzé: ἐλάσσο]νε̣ς ZPE 80: πλεο]νε̣ς … οὐκ ἐς θ̣…δ[…ZPE 72: ἐ̣λ̣ά̣[σσων ἤ]δ[έκα ZPE 80. 4 (φορτίον τό ἐν / φορτηγέσιον); Σαιγ]άνθηι ZPE 72: ]αν θήϊον ωνῆσθαι βὰς πέδ[ον καρ]π[ητανῶν Musso: [–Σαιγ]άνθηι ὀνῳνῆσθαι Slings: φορτίον τὸ ἐν Σαιγ]άνθηι ὄν Efenterre-Ruzé: Σαιγ]άνθηι ὂν ὠνῆσθαι (φορτίον τὸ ἐν) ZPE 68: Σαιγ]άνθηι ὂν, ὠνῆσθαι ZPE 72: Σαιγ]ανθηῖον ὠνῆσθαι ZPE 80. 5 ]αν ἄρσαν ZPE 72: ἄναρσαν ZPE 72: αν ἄρσαν παρακομί<ζ>εν κα[σσίτ]ερτον Musso: ]αναρσαν Slings: ἐς ]αν Ἄρσαν παρακομισεν κασ[ ]εν̣[ López García: [ἀκάτιον / πλοῖον …]αν ἄρσαν ZPE 80, ZPE 84, Slings, Musso. 6 α / δ … [ἠμῖ]ν… ZPE 72: ]α. ε̣ωνι… ποητέον [ἠμῖ]ν Efenterre-Ruzé: [ἠμι]ν̣[ ZPE 72. 7 ἔλκ̣[εν ZPE 72: καὶ κελεύε<ι> σι / καὶ κελεύ{ε}σε<ι> βὰς πεδ[ον] Ἐλι[βυργίων] Musso: σ̣α καὶ κελεύε σε Βασπεδ[..]ελ.[—] Slings: ἐρώ]τα καὶ κέλευε ZPE 72. 8 (εἴ / ἢ) ZPE 72: ]σ̣θαι· τις ἔστιν ὅς ἕλξει López García: ἔλξει ZPE 68 Slings: ἔλξε̄ι ZPE 72: [- ἔρε]σθαι .. τίς ZPE 144. 9 ]μέτερο ν· κἄν δύο ὦισι, δύο προ[..]θ[…]χ[—] Slings. 10 μ̣ (μ/λ).π(μ/γ)ος ZPE 72: ]…ος δ’ ἔστω… θέλη[ι..]θ̣α̣ι̣[—] Slings: ]μ. πος; ]λ̣[ ]ος Efenterre-Ruzé. 11 κἂμ μὴ ο.[.]μ[—] Slings: μὴ ὀ[μο]λ[όγηι] Efenterre-Ruzé: ὀ[μο]λ̣[όγηι ZPE 80. 12 κἀπιστε<ι>λάτω ὀκοσο<υ> ἄν [δοκῇ Musso: μενά]τω Efenterre-Ruzé: μεν]άτω ZPE 72. 14 ταῦτα κεκ]έλευκα DG.

Business Letter (Greek inscription) 

The town built temples, foremost among which was that dedicated to Asklepios, for which a magnificent statue of Pentelic marble was imported. Outside the town a native settlement developed, which soon became hellenized. It was called Indika (Steph. Byz.), an eponym of the tribe of the Indiketes. In the course of time the two towns merged, although each kept its own legal status; this explains why, in Latin, Emporion is referred to in the plural as Emporiae. In the 3d c. commercial interests arising from its contacts with the Greek cities in Italy made it an ally of Rome. After the first Punic war the Roman ambassadors visited the Iberian tribes supported by the Emporitani, and in 218 B.C. Cn. Scipio landed the first Roman army in Hispania to begin the counteroffensive against Hannibal in the second Punic war.



Phallus

The war years were prosperous for the city’s trade, but when the Romans finally settled in Hispania, difficulties arose between the Greeks and the native population, which were accentuated during the revolt of 197 B.C. In Emporion itself the Greek and native communities kept a constant watch on each other through guards permanently stationed at the gate in the wall separating the twin towns (Livy 34.9). In 195 B.C. M. Porcius Cato established a military camp near the town, rapidly subdued the native tribes in the neighborhood, and initiated the Roman organization of the country. As the result of the transfer to Tarraco of the Roman administrative and political sector, Emporion was eclipsed and became a residential town of little importance. The silting-up of its port and the increase in the tonnage of Roman vessels hastened its decline. The town became a municipium and during the time of C. Caesar received a colony of Roman veterans.



Greek Terracota Museum of Prehistory of Valencia




The Roman town, which was surrounded by a wall, was ruined by the invasion of the Franks in 265 and Rhode became the economic center of the district. However, a few small Christian communities established themselves in Emporion and transformed the ruins of the town into a necropolis which extended beyond the walls. Mediaeval sources claim that St. Felix stayed in Emporion before his martyrdom in Gerona in the early 4th c.



Mosaic with Greek inscription



Description

The site of Empuries in Catalonia contains the remains of an ancient Greco-Roman city and military camp and is one of the oldest of its kind found on the Iberian Peninsula.

The history of Empuries dates back to the early Iron Age, but the remains that can be seen today at the Empuries archaeological site are those of both a Greek trading port and a Roman military camp.

Founded in the sixth century BC by ancient Greek traders from Phocaea, Emporion – as it was originally known – was used by Greek merchants who utilised the advantageous location of its valuable natural harbour. The very name of the city implied its commercial purpose – empurion meaning ‘market’ in ancient Greek.

In 218 BC the Romans took control of Empuries in an attempt to block Carthaginian troops during the Second Punic War. By 195 BC a Roman military camp had been established and over the next century a Roman colony named Emporiae emerged at the site, lasting until the end of the third century AD. However, over time the city waned as the nearby centres of Barcino (Barcelona) and Tarraco (Tarragona) grew. The importance of Empuries dwindled and the city was largely abandoned at this time.

In the eighth century AD the Franks took control of the region, after defeating the Moors, and the area took on an administrative function – becoming capital of the Carolingian county of Empúries. This role remained until the eleventh century, when it was transferred to Castellon. From then on Empuries served as the home of small groups of local fisherman and was largely forgotten.

The enclosure of the Greek town has been completely excavated. To the S is a temple area (Asklepieion and temple of Serapis), a small agora, and a stoa dating from the Roman Republican period. It is surrounded by a cyclopean wall breached by a single gate, confirming Livy’s description. On top of the Greek town and further inland is a Roman town, ten times larger and surrounded by a wall built no earlier than the time of Augustus. Inside is a forum, completely leveled, on which stood small votive chapels. To the E, facing the sea, are two large Hellenistic houses with cryptoportici, which contained remains of wall paintings and geometric mosaics. Many architectural remains are in the Barcelona Archaeological Museum and in the museum on the site. Among the finds are a statue of Asklepios, a Greek original; the mosaic of Iphigeneia, an archaic architectural relief with representations of sphinxes; Greek pottery (archaic Rhodian, Cypriot, and Ionian; 6th-4th c. Attic, Italic, and Roman). Several cemeteries near the town have also been excavated.

Today, the archaeological site of Empuries is nestled between the coastal village of Sant Marti d’Empuries and l’Escala, on the Costa Brava. Remains at the site include the ruins of the Greek market and port, an ancient necropolis as well as the Roman-era walls, mosaics, amphitheatre and early Christian basilica.

The ruins illustrate the rich and diverse history of the city, from holy areas and temples to a statue honouring Jupiter. Many of the finds from Empuries can be seen in the small on-site museum, which contains replicas as well as original items. Artefacts from the site can also be found at the central museum in Barcelona.

The site’s location on the Balearic Sea boasts magnificent views, making it a perfect location to explore history in scenic surroundings.

Empuries is managed by the Museu d’Arqueologia de Catalunya, which looks after other historic sites nearby and on the peninsula.

Site Monuments


The Palaiapolis

The island on which the Palaiopolis was situated is now part of the mainland and is the site of the mediaeval village of Sant Martí d’Empúries. The former harbour has silted up as well. Hardly any excavation has been done here.

After the founding of the Neapolis, the old city seems to have functioned as an acropolis (fortress and temple). Strabo mentions a temple dedicated to Artemis at this site.

The Neapolis 

The Neapolis consisted of a walled precinct with an irregular ground plan of 200 by 130 m. The walls were built, and repeatedly modified in the period from the 5th to the 2nd century BC. To the west the wall separated the Neapolis from the Iberian town of Indika.

In the south-west part of the city were various temples, replacing an older one to Artemis, such as a temple to Asclepius, of whom a marble statue was found. In the south-east part was a temple to Zeus-Serapis. The majority of the excavated buildings belong to the Hellenistic period. In addition to houses, some of which are decorated with mosaics and wallpaintings, a number of public buildings have come to light, such as those in the agora and the harbour mole. In the Roman period, thermae and a palaeochristian basilica were built.
To the south and east of the new city was an area that served as a necropolis.

The Roman city

Of the Roman city only some 20% has been excavated thus far. It has the typical orthogonal layout of Roman military camps, with two principal roads meeting at the forum. The Roman city is considerably larger than the Greek one. During the Republican period a temple was built dedicated to the Capitoline Triad: Jupiter, Juno, and Minerva. During the reign of the emperor Augustus a basilica and curia were added.

In the eastern part of the town a number of large houses have been excavated, with an inner courtyard, numerous annexes, floor mosaics, and paintings. In the 2nd century the town was surrounded by a wall without towers. An amphitheatre and palaestra were built outside the wall.
Ruins of Neapolis and Palaiapolis


Serapieion (Temple of Isis and Zeus Serapis)

Agora

Stoa (agora)

Greek mosaics

Apollonia (Gylakea), Albania of Great Greek colonization

Apolonia which lived for 11 centuries between 620 BC and 479 was a city-state that originated as a product of the process of “Great ‘Greek colonization” VIII-VI centuries BC, on the shores of Illyria, which were populated by the community of Taulantia tribal. Stefan Bizantini, one of ancient authors say that: ”it was the largest city and most important of the 30-to colonies that were established across the Mediterranean with the name of god Apollo”.

History

Apollonia was founded in 588 B.C. jointly by the Greek settlers from Corinth and Kerkyra (today Corfu), N.B. colonised by Corinthians in about 8th century B.C.1 The settlers were led by a man called Gylax and it was his name after which the city was given its first name was Gylakea in honor of its founder Gylak of Corinth. Later, the name was changed to honour the god Apollo. Thirty other cities in Macedonia, Thrace, Crete or Italia honoured the god in the similar way2. For a change, we also have Aπολλωνία κατ’ Επίδαμνον, i.e. Apollonia near Epidamnos – the city which was founded a bit earlier, in 627 B.C., also by the settlers from Corinth and Kerkyra. These days, the ruins of the city lie in Albania, close to Pojani village, 7 km from Fier.

The settlers founded the city in a very convenient location. Apollonia was built on a gentle hill over the Aoos River (Αώος), just a few kilometres from the sea. When it comes to the trade, the new Corinthian colony was perfectly located and, what is more, it was situated on very fertile soil, so it is not surprising that soon it became one of the richest harbours of the Adriatic Sea.


Drachm, Antalkes Anikatou (Magistrate), ANTALKHS 

It is mentioned by Strabo in his Geographica as “an exceedingly well-governed city”. Aristotle considered Apollonia an important example of an oligarchic system, as the descendants of the Greek colonists controlled the city and prevailed over a large serf population of mostly Illyrian origin. The city grew rich on the slave trade and local agriculture, as well as its large harbour, said to have been able to hold a hundred ships at a time. The city also benefited from the local supply of asphalt which was a valuable commodity in ancient times, for example for caulking ships. The remains of a late sixth-century temple, located just outside the city.

At the turn of the 4th and 3rd century B.C., the city was flourishing; ramparts were rebuilt and a new coin was being issued. In 282 B.C. Apollonia was seized by the king of Epirus – Pyrrhus. After his death, the city strengthened its relationships with Rome which stationed its permanent garrison here since 229 B.C.

Roman army stayed in the city until 168 B.C. Roman proconsul Gnaeus Egnatius began the construction of a road which inherited its name after its designer, i.e. Via Egnatia (Ἐγνατία Ὁδός) in n 146 B. It led from Dyrrachium through Thessaloniki up to Bizancjum, 746 Roman miles3 in total, i.e. about 1103 km. Apollonia had become the second, after Dyrrachium, western end of this road, which had an impact on the city’s growing importance.


Kapital of Monument of Agonothetes

Regrettably, at the beginning of the 3rd century, Apollonia was largely destroyed by a strong earthquake. What is more, due to this earthquake, the bed of the Aoos River (now Vjosës) moved away from the city and the crop fields turned into marsh. The total destruction of the city was sealed by the invasions of people from the north. In the end, the city of Apollonia perished.

Description

Apollonia represents one of the most important cities of the Mediterranean world and Adriatic basin, preserved in an exceptionally intact condition. Numerous monuments inside its original borders comprise an outstanding evidence of Greco – Roman culture of the city. Strabo has noted that the city was founded by Greek colonists from Corfu and Corinth, who found in its territory an earlier local settlement with its own unique cultural elements. The presence of this local culture is determined by the discovery of archeological artifacts from the Iron Age, tracts from an existing archaic fortification, the temple of Artemis as well as the tumular necropolis near the territory of the ancient city of Apollonia. The coexistence between two different cultures and their inevitable fusion produced a unique physiognomy of apollonian culture, which turned Apollonia to one of the most important economic centers of ancient Mediterranean world. The urban structure of the city lay on the hilly plateau, with an expanded view towards the fertile plain of Musacchia and the Adriatic Sea. The communication with the coast was enabled by the Aoos River, which flowed nearby. Inside its original borders in the 4th century BC Apollonia raised into one of the most important economic, political and cultural centers beside Epidamnos – Dyrrachion.

Temenos, or sacred area of the city, has been organized around the Temple of Apollo. In this part of the city, was build a number of monuments dating in the same period (6th century BC) with the temple of Apollo. There are preserved traces of a Doric temple with a east – west orientation, storehouses and cisterns (3d century B.C.), two small sanctuaries, noted by archaeologist as A and B (1st century BC).

Agora or social space was extended in the area between two hilltops, including the most important monuments discovered in the territory of Apollonia, consisting in different building phases.

Their study has contributed to the creation of a complete panorama on the development of the city.

During 4th and 3d centuries BC were added the retaining wallsofthe sacred area of Temenos, two Stoas (walkways or porticos), a Greek theater and a Nymphaeum (a monument consecrated to nymphs). During the Roman period, these area was increased with other social buildings like the Buleterion (the seat of the city council) an imitation of the Roman temple architecture; the Odeon, a combination of Greek and Roman construction techniques; the Library; the Arch of Triumph; the Temple of Diana and Prytaneion (the seat of government). Besides these specific monuments, archaeological excavations in the residential area have discovered a number of buildings from Hellenistic and Roman periods paved with well-preserved mosaics. 

Different factors, as the earthquake of the year 234 AD which changed the riverbed of Aoos, the failure of the existent social structure and the gothic invasions caused the gradual decline and the loss of the status of Apollonia as a “port city”. The documentary sources of the 4th century AD refer to Apollonia as an important Episcopal residence, which during the 5th century AD was transferred in the neighboring city of Byllis. The successive period of its history remains unknown due to the restricted documentary data. The monastery complex comprises a unique testimony of the later history of the city. Although the preserved structure of the katholikon has been dated in the 13th century AD, different studies on the subject have argued that it belongs to an earlier date, maybe of 9th century AD. The medieval monastery at Apollonia preserves several structures belonging to different building periods. In addition to the katholikon dedicated to the Virgin (?) or to the Koimesis (?) (Dormition of the Virgin) with its lateral chapel of St. Demetrius, the complex includes the lower portion of a tower, the refectory (trapeza), and, evidently, portions of a building housing the original living quarters for the monks.

The katholikon of St. Mary dates in the second half of the thirteenth century, and possibly to the reign of Michael VIII Palaiologos, which issued a chrysobull granting the reconfirmation of privileges for the monastery. It belongs to the group of the churches of cross-in-square plan and the links with Constantinopolitan architecture have long been claimed on the basis of its structural system. Despite its irregularities, the whole arrangement of the church planning is simple and clear, with a domed nave, a narthex and an exonarthex. The handling of the walls is simple, but the external appearance is emphasized by the colonnade along the exonarthex which is crowned by capitals with a diversity of sculptural decorations (sirens, animals, and monsters), distinctly Romanesque in character and reminiscent to Romano gothic art which flourished in Ragusa and Tivar during the thirteenth to fourteenth centuries. From the painting program of the katholikon may be distinguished the fresco depicting several members of the Byzantine imperial family of the Palaiologi on the east wall of the exonarthex and the Deposition or the Archangel Gabriel portrait in the eastern part of the nave of the church.

The refectory stands in the western part of the monastery with a Nord – South orientation. It is triconch architecture, with its eastern, southern and western walls terminating with apses. The southern apse is rectangle and amplified during the restoration works of the year 1962, while the others trilateral. The interior of the building was decorated with fresco painting, very interesting in point of view of the organization the iconographic cycle and its artistic and technical qualities. It belongs to the roman – byzantine group of paintings, from which very few examples survive. The partially preserved cycle of frescoes reveals scenes like the Wedding at Cana, Washing of the Feet, Deisis, Prophet Elijah in the Cave, figures of apostles and prophets and scenes from the Cycle of Miracles of Christ. The realistic rendering of the landscapes is reminiscent of the painting of the Italian Renaissance. However, the execution may be considered a work of an anonymous artist native to the general area.

The mingling of eastern and western building traditions in the Monastery of St. Mary is not an uncommon phenomenon in the Balkan area, a long-disputed border between the eastern and western spheres of influence. This rivalry between the two spheres, for all its negative side effects on the political and religious life in this area, has also colored the Balkan cultures with their unique individualism.
Site Monuments



Ruins of the Town

Temple ruins (Monument of Agonothetes)

Odeon Theater of Apollonia

Agora

Church of Saint Mary

ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ: Τι λέει η Εκκλησία-Προσευχή

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ

Το μάτιασμα (η βασκανία) είναι ένα φαινόμενο που η Εκκλησία μας πα­ραδέχεται την ύπαρξη του.

Κανείς δε μπορεί να ξεχάσει την αείμνηστη Γεωργία Βασιλειάδου στην ταινία η κυρά μας η μαμή, που ήταν εξειδικευμένη… στο ξεμάτιασμα. «Στα όρη στα άγρια βουνά. Στα ξύλα στα λαγκάδια…» έλεγε η γνωστή ηθοποιός και όλοι γίνονταν αυτομάτως καλά. Τι είναι, όμως, το μάτιασμα και πώς γλιτώνουμε από αυτό;

Πρόκειται για την περίπτωση που κάποιος με φθόνο, με μίσος, για εκδίκηση, θέλει το κακό ενός προσώπου κι έτσι πα­ρακινεί το διάβολο να βλάψει τούτο το πρόσωπο. Το ίδιο αποτέλεσμα συμβαίνει κι όταν κανείς με λόγια στείλει κάποιον στον διάβολο, όπως διαβάζουμε στο ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.

Κι εδώ όμως συμβαίνει κάτι παρό­μοιο με όσους τυραννιούνται από προ­λήψεις και τρέχουν στους διάφορους μάγους και αγύρτες. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανεχτεί τον πόνο και θέλει γρήγορα να απαλλαγεί απ’ αυ­τόν. Παράλληλα έχει την εντύπωση ότι για ό,τι κακό του συμβαίνει δεν φταίει αυτός αλλά κάποιοι άλλοι. Δεν θέλει δηλαδή να αναλάβει τις ευ­θύνες του για τίποτα, π.χ. Δεν πήγε καλά το συνοικέσιο; Του έκαναν μά­για! Δεν πήγε καλά η δουλειά; Τον γλωσσόφαγαν! Έχει πονοκέφαλο; Τον μάτιασαν κ.ο.κ.

Ποια θέση όμως παίρνει η Εκκλη­σία μας για το ξεμάτιασμα;

Κατ’ αρχήν τους πιστούς που ζουν τακτική πνευματική και μυ­στηριακή ζωή και που με πίστη φέρουν τον Τίμιο Σταυρό, δεν τους πιάνει κανένα «μάτι».

Όταν υπάρξει βασκανία, τότε μο­ναδική ισχυρή δύναμη κατά της δαιμονικής ενέργειας είναι οιει­δικές ευχές του ιερέα, η ειλικρι­νής Εξομολόγηση και η Θεία Με­τάληψη.

Ακόμη βοηθούν μαζί με τη δύνα­μη της προσευχής και τα αγιαστικά μέσα που η ίδια η Εκκλησία μας χορηγεί.

Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταφεύγουμε στις ξεματιάστρες, οι οποίες με παράξενες και πολ­λές φορές με βλάσφημες ευχές ή «προσευχές», επιχειρούν να υπο­καταστήσουν τον ιερέα.

Κάποια τυχόν βελτίωση από ένα τέτοιο ξεμάτιασμα είναι βέβαιο τέχνα­σμα του διαβόλου, ο οποίος αποσκο­πεί να μας τραβήξει μακριά από τη σωτήρια χάρη της Εκκλησίας μας και να μας δέσει ως δούλους πίσω από μία πλανεμένη ξεματιάστρα.

Η προσευχή

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.

Δόξα σοι ο Θεός ημών, δόξα σοι. Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.

Δόξα Πατρί, και Υιώ και αγίω Πνεύματι. Καί νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς, Κύριε, ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επισκεψαι και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.

Δόξα Πατρί, και Υιώ και αγίω Πνεύματι. Καί νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, έλθετω η βασιλεία σου, γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Δι’ ευχών των άγιων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.

Source: http://agios-nektarios.net/

Founded as a Greek colony in Roses (Rodi), Spain


History stops again and again at Roses. Founded as a Greek colony, its location makes it a strategic point in the Mediterranean. For this reason, the site has experienced various occupations and has been a target of numerous attacks. 

Today, the Ciutadella is a modern cultural centre and an extraordinary site.

Brought together over an area of 139,000 m2 are the archaeological remains of the Greek colony and later Roman colony of Rhode, the Romanesque monastery of Santa Maria and the structure of the old village of Roses, which even retains some medieval fortifications.


History

The origins of Roses (Greek: Rhode) are disputed. A popular theory holds it was founded in the 8th century BC by Greek colonists from Rhodes. 

It seems more probable that it was founded in the 5th century BC by Greeks from Massalia (Marseilles), perhaps with an admixture of colonists from neighbouring Emporion (today’s Empúries). 

Remains of the Greek settlement can still be seen. Remains from the Roman period go back to the 2nd century BC and continue well into Christian times with a paleochristian church and necropolis. After the collapse of Roman power the town seems to have been abandoned, but a fortified settlement from the Visigothic period has been excavated on the nearby Puig Rom.


Rhoda coins, 5th-1st century BCE.

The mediaeval town grew around the monastery of Santa Maria de Roses (mentioned since 944). Its jurisdiction was shared by the abbots of Santa Maria de Roses and the counts of Empúries. In 1402 the county of Empúries was incorporated into the Crown of Aragon and Roses acquired the right to organize its own municipal government and economy.

In the first decades of the 16th century Roses suffered repeated attacks by privateers from North Africa. To counter the threat, Charles V ordered the construction of extensive fortifications in 1543. In spite of the precautions, a naval squadron led by the Turkish admiral Barbarossa attacked and plundered the town some months later. After substantial revisions, the fortifications were completed in 1553, under Charles’s son Philip II. The entire medieval town was enclosed by a bastioned pentagonal wall (illustration, below). The defensive system was supplemented by the Castell de la Trinitat, some 2.5 km to the east. The town received a permanent military garrison, which profoundly changed its character. To minimise friction between the citizenry and the soldiers, barracks were constructed, but did not prevent the gradual movement of part of the population to outside the walls, where the modern town of Roses now is.

In the following centuries the fortifications were severely tested. In 1645, during the Catalan Revolt, French troops besieged Roses and captured it. The Treaty of the Pyrenees (1659) restored the town to Spain.

In 1693, during the War of the Grand Alliance the French captured the town again. This time the French occupation lasted until the Peace of Ryswick in 1697. In 1712, during the War of the Spanish Succession, Austrian troops tried to take the city, but were driven off. In 1719, during the War of the Quadruple Alliance, the French again attacked, but failed to take Roses.

After a long period of relative calm the Wars of the French Revolution ushered in a new round of hostilities. In 1793 the French revolutionary government declared war on Spain. At first, the Spanish armies won a foothold in France, but in 1794 the revolutionary armies invaded Catalonia. The Siege of Roses lasted from 28 November 1794 until 3 February 1795, when the garrison was safely evacuated by a Spanish naval squadron, except for 300 soldiers. The town was surrendered to France, but the war between France and Spain ended at the Peace of Basle signed in July 1795. The city quickly returned to Spanish control.

In 1808, Emperor Napoleon I of France forced King Charles IV of Spain and his son Ferdinand to abdicate and installed his brother, Joseph Bonaparte on the throne. When the Spanish people revolted against this high-handed behavior, French armies again invaded the country in the Peninsular War. The fourth and last Siege of Roses occurred in 1808. During the operation, the Scottish Royal Navy captain, Thomas Cochrane assisted the Spanish by putting his men into Castell de la Trinitat to help defend the town. The Scot stayed until the citadel and the town surrendered, before evacuating himself and his men. In 1814, when the defeated French withdrew from Spain, they blew up the town’s fortifications along with the Castell de la Trinitat. At this time, the ancient town, called the Ciutadella, was completely ruined. Meanwhile, to the east the modern town slowly continued to grow.

In 1879 Roses suffered a devastating economic crisis through phylloxera, a pest of the grapevines, that destroyed the town’s wine growing industry. Some of the population moved to Barcelona or emigrated to the United States.

In the 20th century, notably in the period after World War II, Roses has profited from the growth of tourism.

Over the last decades important excavations have been carried out inside the walls of the Ciutadella concerning not only the Greek and Roman remains, but part of the medieval city and its walls. In the 1990s extensive restoration work was carried out on the walls of the Ciutadella, and in 2004 a museum was opened inside it. A controversial restoration of the Castell de Trinitat was formally completed in 2010.

ΟΣΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΚΗΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ (1886-1974). ΤΡΙΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ…..

* Να είστουνε καλά. Χαράν να έσετε! -Να μετανοάτε, παιδία μου… Να ευτάτε προσευχήν… Νύχταν και ημέραν… οπού πορπατείτε, οπού ευρίουστουν, οπού στέκουστουν, πάντα να λέτε «Χριστέ μ’, να ελεήσ’ με! Με γλυκόν γλώσσαν να μιλάτε με τον Θεόν, να φτάτε προσευχήν».

* Μου είπε η Παναγία πώς εκείνα πού είναι στα Ιερά Βιβλία των εκλεκτών του Υιού μου έρχονται όλα με τη σειρά να γίνουν. Τρίτος πόλεμος θα γίνη… Θα καταστραφούν τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας… Θα σωθή μόνο το ένα τέταρτο…

Συμβούλευε: Να έχουμε Αγάπη, ταπείνωση και υπομονή στους πειρασμούς.

-Υπερηφάνεια άσκεμον πράγμα… ρούζ την ψην σην κόλασιν…

* Της είπε η Παναγία:

-Να μιλάς… Να λες για τα κοντά φουστάνια… Να λες για την αποστασία… Να κηρύττεις μετάνοια!… Να μην φορούν άσεμνα φορέματα στην Εκκλησία… Να- χουν ταπεινό ντύσιμο.

-Νάστε προσεκτικές… Όχι κοντά μανίκια, όχι κοντά μαλλιά. Η Παναγία χωλιάσκεται…

Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τον κόσμο σου και ύστερα εμάς!… Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ μας….

* Η Ελλάδα, αν κρατήση την πίστι, θα σωθή από το κακό πού πρόκειται νάρθή. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφή… Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της… Θα ’ρθή το κακό και θα χωρίση το στάρι απ’ την ήρα, τα πρόβατα απ’ τα ερίφια….

* Αν ο κόσμος μετανοήση, θα πάρουμε την πόλι με Αγάπη… Αν δεν μετανοήση, θα την πάρουμε με αίμα….

* Νάχετε φόβον Θεού… Νάχετε Αγάπη… Νάχετε ευσπλαχνία.

* Με βλέπεις εδώ πού είμαι τόσα χρόνια; Εδώ με παλεύουν τρία δαιμόνια… Το ένα της απιστίας… Το άλλο δαιμόνιο είναι της ακηδίας… Το τρίτο δεν το ενθυμούμαι, ίσως της άνθρωπαρεσκείας….

* Έλεγε η Ασκήτρια της Κλεισούρας: Η ψή ’μ κάεται για τον Χριστό!….

* Δεν μου αποκαλύπτει ο Θεός αμαρτήματα… Μόνο στο πρόσωπο του ανθρώπου βλέπω ή φως ή σκότος. Και δυστυχώς οι περισσότεροι είναι σκοτία….

* Είδες;… Άκουσες;… Κλειδί στο στόμα!….

Source: apantaortodoxias.blogspot.gr

Η ιστορία της αντρικής φορεσιάς στην Κρήτη (φωτογραφίες, video)

Οι Κρητικοί μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Βενετούς, και για δυο περίπου αιώνες, συνεχίζουν να φορούν το βυζαντινό ένδυμα που φόρεσαν μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (961), όπως αυτό μας παρουσιάζεται από εκθέσεις Βενετών Προβλεπτών, κρητικά κείμενα και, κυρίως, από τοιχογραφημένες βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες. Το βυζαντινό στιχάριο (μακρύ ριχτό ρούχο μέχρι τους αστράγαλους σχεδόν) κυριαρχεί, ενώ οι νεότεροι στην ηλικία φορούν ρούχο πάνω από το γόνατο με ζώνη στη μέση και τη χαρακτηριστική κάλτσα από κάτω. Τα ρούχα της περιόδου αυτής χαρακτηρίζονται από έντονα και ποικίλα χρώματα.

Με την πάροδο του χρόνου οι Κρήτες, ακολουθώντας το νέο ρεύμα ή και κατόπιν διαταγών, ντύνονται σύμφωνα με τη βενετσιάνικη μόδα ανάλογα με την τάξη που ανήκουν και το επάγγελμα που εξασκούν. Αυτά, βέβαια, όσον αφορά στους εύπορους και τους αξιωματούχους, γιατί οι αγρότες και γενικά οι κάτοικοι της υπαίθρου που έπασχαν οικονομικά από την αφαίμαξη των Βενετών είχαν καταντήσει κουρελήδες και ο καθένας ντυνόταν με ότι έβρισκε ίσα για να καλύψει τη γύμνια του. Αυτή ήταν η κρητική ενδυμασία μέχρι το μισό περίπου του 16ου αιώνα.



Αλίκαμπος Αποκορώνου, εκκλησία της Παναγίας, 1316. Οι κτήτορες του ναού με το χαρακτηριστικό βυζαντινό ένδυμα, το «στιχάριο», έναν μόλις αιώνα μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς.


Κάντανος Σελίνου, εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, 1328. Το βυζαντινό «στιχάριο», σε διάφορα σχέδια και χρωματισμούς, συνεχίζει να φοριέται από την άρχουσα τάξη της Κρήτης.


Ακούμια, Μεταμόρφωση Σωτήρα, 1389. Αρχίζει και αλλαζει η μόδα, αρχικά η ανδρική. Το ανδρικό ένδυμα κονταίνει ελαφρά καιμπαίνει ζώνη στη μέση, ενώ σταπόδια μπαίνει η χαρακτηριστική «κάλτσα».

Μέσα Λακώνια Μεραμπέλου, εκκλησίαΜιχαήλ Αρχαγέλου, 1432. Δύο αιώνες μετά τη βενετική κατάκτηση το ένδυμα έχει πλήρως εξευρωπαϊστεί. Το ανδρικό ρούχο κονταίνει κι άλλο και γίνεται πιο στενό. Εδώ βλέπουμε τον κτήτορα της εκκλησίας με κυνηγητική περιβολή.


Κάτω Φλώρη Σελίνου, εκκλησία Αγίου Γεωργίου, 1497. Ο ευρωπαϊκός τρόπος ένδυσης έχει πλήρως πια μπει στην κρητική κοινωνία.


Βόϊλα Σητείας, εκκλησία Αγίου Γεωργίου, 1518. Κοντός ευρωπαϊκός χιτώνας, κάλτσα και μπότες από μαλακό δέρμα.


Σφακιανός του 16ου αιώνα.


Κρητική ενδυμασία του 17ου αιώνα. Εμφανίζεται για πρώτη φορά η βράκα.


Κρητικές ενδυμασίες όπως τις είδε και τις σχεδιάσε ο Γάλλος βοτανολόγος Tournefort το 1700.

Κρητικός της κεντροανατολικής Κρήτης το 1834.


Τυπική κρητική ανδρική φορεσιά των αρχών του 20ου αιώνα.


Μικρό παιδί με την κρητική φορεσιά πουλάει κουλούρια στο Χάνδακα.


Τούρκος αξιωματικός με την κρητική φορεσιά.


Άντρας της προσωπικής φρουράς του Πρίγκηπα Γεωργίου (Καβάσης).


Άνδρες της κρητικής Χωροφυλακής με την κρητική φορεσιά.


Εθνική Αντίσταση. Γιώργης Δραμουντάνης ή Στεφανογιώργης.

Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από διάφορα μέρη. Αυτά ράβονται από ειδικούς τεχνίτες τους επονομαζόμενους τερζήδες. Τα τμήματα αυτά είναι: βράκα, κάλτσες, γελέκι (κλειστό ή ανοιχτό ), «μεϊτάνι», «καπότο», πουκάμισο, ζώνη, σπαστό φεσάκι, ή «σαρίκι», ασημομάχαιρο, «καδένα» και «στιβάνια».

Η Βράκα

Φορεσιά της φυλής Ζουάβα

Η άποψη ότι η βράκα ήταν άγνωστη στην Κρήτη πριν από την τουρκική κατάκτησή της δεν είναι εξακριβωμένη. Το πιο πιθανό είναι να παρέλαβαν οι Κρητικοί μια μορφή βράκας από τους πειρατές της Αλγερίας ή της Τύνιδας, καθώς είχαν έλθει σε κάποια σχέση. Και αυτοί όμως την είχαν πάρει από τους Καβίλους της ορεινής περιοχής Τζουρτζούρα της Αλγερίας, και συγκεκριμένα από την φυλή των Ζουάβα, η οποία αποτελεί κλάδο της μεγάλης Βερβερικής φυλής, η οποία παραδοσιακά προμήθευε πολεμιστές στο Αλγέρι και στην Τύνιδα. Αξιοπρόσεκτη είναι η καταπληκτική ομοιότητα της παραδοσιακής ανδρικής κρητικής φορεσιάς με την παραδοσιακή φορεσιά των ανδρών της φυλής των Ζουάβα. Το 16 ο αιώνα, πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο φορούσαν ένα είδος βράκας που συνοδευόταν από γιλέκο, φέσι με ή χωρίς σαρίκι, φαρδιά ζώνη και χαμηλές μπότες. Οι Κρήτες ναυτικοί, σαν ιδιώτες ή σαν εργάτες στα βενετσιάνικα πλοία αναγκάζονταν πολλές φορές να φορούν ρούχα όμοια με των πειρατών ώστε αυτοί να τους μπερδεύουν και ωσότου να γίνει αντιληπτό το τέχνασμα οι ναυτικοί να έχουν απομακρυνθεί από τους πειρατές. Είναι λογικό σε εποχές μεγάλης οικονομικής δυστυχίας για τους φτωχούς χωρικούς της Κρήτης, αυτοί να συνεχίζουν να φοράνε το ναυτικό αυτό ένδυμα και μετά την αποστράτευσή τους από τα καράβια, μην έχοντας άλλα ρούχα και με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών. Έτσι καθιερώθηκε η βράκα σαν επίσημο ένδυμα των Κρητικών.

Στη δυτική Κρήτη την ονομάζουν «κάρτσα», ενώ στην ανατολική «σ(χ)ιαλβάρι». Επικράτησε, όμως, σε ολόκληρη την Κρήτη να λέγεται, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό των όρων, βράκες ή «σαλβάρια» και να εννοείται με αυτό, το σύνολο της φορεσιάς. Το ένδυμα αυτό συνεχίστηκε να φοριέται από όλους τους Κρήτες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

Η βράκα φτιάχνεται κι αυτή από τσόχινο ύφασμα χρώματος βαθύ κυανού και κεντιέται με μαύρο γαϊτάνι στις ραφές και στις ποδαρές. Τη βράκα συμπληρώνουν οι κάλτσες, που παλιότερα αποτελούσαν ξεχωριστό τμήμα της φορεσιάς, ενώ αργότερα άρχισαν να ράβονται πάνω στη βράκα, στα δύο μπατζάκια της.

Η Γκιλόττα

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φορώντας γκιλότα, με τα παιδια του Κυριάκο και Σοφοκλή, στο Θέρισο.

Με το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες (για να πάει κανείς εκεί έπρεπε να αποβάλλει τη βράκα) και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, οι Κρητικοί άρχισαν σιγά σιγά να αντικαθιστούν τη βράκα με την γκιλόττα, της οποίας η επίδραση προέρχεται από τους ιππείς των ευρωπαϊκών στρατευμάτων. Μπαίνει μέσα στα στιβάνια και συνδυάζεται με πουκάμισο, γελέκο και μεϊτάνι, πλατιά υφαντή ζώνη και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Αυτόν τον τύπο φορεσιάς έβαλε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά το κίνημα του Θερίσου το 1905.

Απλοποίηση του τύπου αυτού αποτελεί ο συνδυασμός γκιλόττα, πουκάμισο, μαύρο μαντήλι και στιβάνια, ενδυμασία που φορέθηκε πολύ την περίοδο της εθνικής αντίστασης και που σώζεται ακόμα σε μερικά, ορεινά κυρίως, χωριά της Κρήτης.

Το πουκάμισο και το γελέκι


Κρητικός στην περίοδο της Κρητικής πολιτείας, με λευκό πουκάμισο και γελέκι
Πρώτα ο Κρητικός φοράει το πουκάμισο. Το λευκό φοριόταν στους γάμους στις χαρές και στα πανηγύρια, ενώ το μαύρο ήταν δείγμα πένθους. Οι Κρήτες, μετά το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1936 φόρεσαν μόνιμα μαύρο πουκάμισο σε ένδειξη διαχρονικού πένθους και το βγάζουν μόνο στις χαρές.

Στη συνέχεια, πάνω από το πουκάμισο φοριέται το γελέκι. Είναι αχειρίδωτο (χωρίς μανίκια) και φτιάχνεται από τσόχα καλής ποιότητας χρώματος βαθύ μπλε. Διακρίνεται σε ίσιο ή ανοιχτό που αφήνει να φαίνεται το πουκάμισο και σε σταυρωτό που σταυρώνει με τα δυο πέτα του στο στήθος και κλείνει τελείως εμπρός και κουμπώνει στα πλάγια, με θελιές και κουμπάκια. Στα πέτα του γίνεται διακόσμηση με πολλαπλές σειρές από μεταξωτά σιρίτια χρώματος μαύρου ή βαθύ μπλε που ονομάζονται χάρτζα.

Κρητικά στιβάνια


Τα στιβάνια

Τα υποδήματα ή στιβάνια χρώματος άσπρου ή μαύρου ανάλογα με την περίσταση είναι ένα είδος μπότας που πρωτοφορέθηκε στις αρχές του 19 αιώνα από χωρικούς για την κάλυψη των ποδιών τους από τα αγκάθια και τα χαράκια που ήταν αναγκασμένοι συχνά να διαβούν, προκειμένου να ταΐσουν τα ζώα τους σε βουνά και άλλα δυσβάσταχτα μέρη. Φτιαγμένα α πό ανθρώπινα υλικά, 100% χειροποίητα, κατασκευάζονταν σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Τα πρώτα στιβάνια ήταν φτιαγμένα από: α) δέρμα ζώου το πάνω μέρος που καλύπτει το πόδι και β) από λάστιχο η σόλα που έβρισκαν από παραιτημένα λάστιχα αυτοκινήτων σε χωράφια και δρόμους.

Πλέον μπορούμε να δούμε αρκετές παραλλαγές στα στιβάνια σε σχέση με το κλασσικό. Τα στιβάνια με ζάρες, το ζάρωμα δηλαδή στο καλούπι του στιβανιού για ένα διαφορετικό στυλ, τα τριζάτα στιβάνια, που τοποθετούνται μικρά ξυλάκια μέσα στη σόλα για να «τρίζουν», εξού και η ονομασία τους. Άλλη παραλλαγή είναι με πιέτες διάφορες κορδέλες δέρματος που τοποθετούνται γύρω από το υπόδημα για στολίδι και πολλά άλλα.

Η ζώνη

Η ζώνη που είναι υφαντή από λεπτό μαλλί ή καθαρό μετάξι, έχει χρώμα μπλε ή κόκκινο, το μήκος της είναι περίπου 8 μ. και το πλάτος της 50εκ.

Το μαχαίρι

Ανδρική φορεσιά, με ζώνη, μαχαίρι και καδένα.
Ταυτόχρονα με την ζώνη περνάει σε αυτή και το μαχαίρι με μαύρη λαβή (μαυρομάνικο) ή ανοιχτόχρωμη, που η μορφή της σε σχήμα V είναι μοναδική σε όλο τον κόσμο. Η θήκη του, από ακριβό, συνήθως μέταλλο (ασήμι), είναι διακοσμημένη με πλούσια ανάγλυφα σχέδια. Στα χρόνια της Βενετοκρατίας λεγόταν «μπουνιάλο» ή «πουνιάλο» επί Τουρκοκρατίας λεγόταν «πασαλής». Για περισσότερες πληροφορίες μπορούμε να διαβάσουμε το άρθρο «Το Κρητικό Μαχαίρι. Ιστορία, χαρακτηριστικά και παραδόσεις»

Η καδένα

Στη συνέχεια κρεμιέται από το λαιμό η καδένα μοναδικό κόσμημα της φορεσιάς, που στο τελείωμα της συνδέεται το ρολόι το οποίο μπαίνει στο τσεπάκι του γελέκου.

Το φέσι ή μαντήλι ή σαρίκι

Διακρίνονται οι γηραιοί Κρήτες επαναστάτες Αναγνώστης Μάντακας και Χατζημιχάλης Γιάνναρης, στην τελετή ένταξης της Κρήτης στην Ελλάδα, φορώντας παραδοσιακό σπαστό φεσάκι με μαύρη φούντα.

Το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα της φορεσιάς είναι το κόκκινο σπαστό φεσάκι με τη μαύρη φούντα ή το «σαρίκι» με την μορφή της μεγάλης μαντήλας. Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων. Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα». Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους. Οι σημαντικότεροι αγωνιστές των Κρητικών Επαναστάσεων, από όλη την Κρήτη, φορούσαν το σπαστό φεσάκι με τη μακριά φούντα. Και είναι σίγουρο ότι αυτοί δεν θα έβαζαν στο κεφάλι τους κάτι τούρκικο, κάτι που δεν θα ήταν σύμφωνο με τη μακραίωνη παράδοση του τόπου μας.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου στα 1866.

Το μεϊτάνι

Η ένδυση ολοκληρώνεται με το μεϊτάνι που μπαίνει πάνω από το γελέκι. Είναι ρούχο με μανίκια, μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Είναι φτιαγμένο από ύφασμα ίδια ποιότητας και χρώματος με το γελέκι και τη βράκα και κοσμείται με χάρτζα μαύρου χρώματος σε διάφορα σημεία του.


Κρήτες του 1905, με τα μεϊτάνια τους

Το καπότο

Τις κρύες μέρες ο Κρητικός φοράει αναρριχτό (όχι από τα μανίκια) το καπότο. Αυτό είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα φτιαγμένη από το ίδιο τσόχινο ύφασμα όπως και τα υπόλοιπα ρούχα. Έχει και αυτό πλούσια κεντήματα στους ώμους, τους αγκώνες στην πλάτη και στα δυο πέτα, ενώ εσωτερικά είναι επενδυμένο με κόκκινη τσόχα που και σε αυτή την πλευρά υπάρχουν εντυπωσιακά κεντήματα. Αυτά σχετικά με την ανδρική φορεσιά.


Οι αδελφοί Μάντακα στους Λάκκους Χανίων το 1911, φορώντας καπότο.

Η χρυσοκεντημένη ανδρική κρητική φορεσιά


Λιθογραφία από υδατογραφία του N.C. Sperling που απεικονίζει άνδρα ντυμένο με χρυσοποίκιλτη ενδυμασία (Μ. Μπενάκη).

Τα τελευταία χρόνια προβλήθηκε από μερικούς ως η γαμπριάτικη ενδυμασία του Κρητικού. Οι τελευταίοι, στηρίχθηκαν στις λανθασμένες εκτιμήσεις, επί του θέματος, της κατά τα άλλα άξιας λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία έχοντας στα χέρια της μια δωρηθείσα στο Μουσείο Μπενάκη χρυσοποίκιλτη φορεσιά από την Κρήτη, και χωρίς να κάνει επιτόπια έρευνα στη Μεγαλόνησο, γράφοντας για τις Ελληνικές εθνικές ενδυμασίες, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 τη χαρακτήρισε αστική, γιορτινή Κρήτης. Ένας ισχυρισμός πέρα για πέρα λανθασμένος, αρκεί να σκεφτούμε ότι κανένας Κρητικός πριν το 1900 δεν φόρεσε φορεσιά με χρυσά χάρτζα, εκτός και αν ήταν Τουρκοκρητικός. Την εν λόγω ενδυμασία φόρεσαν μονάχα στις αρχές του 20ου αιώνα ελάχιστοι Κρήτες, ίσως μερικές δεκάδες, και ήταν αυτοί μερικοί «πριγκηπικοί», δηλαδή κάποιοι από αυτούς που υποστήριξαν τον πρίγκηπα Γεώργιο, το διάστημα που ήταν ύπατος αρμοστής Κρήτης (1898-1906), δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Οι φιλοπριγκηπικοί εμπνεύστηκαν το χρυσό διάκοσμο στα ρούχα τους από τη χρυσοκεντημένη στολή των σωματοφυλάκων του ύπατου αρμοστή, τους περίφημους «καβάσηδες». Αλλά και η στολή των καβάσηδων ήταν απόλυτα επηρεασμένη και στο σχεδιασμό και στην ονομασία της από την τουρκική στρατιωτική στολή, σε μια εποχή που η Κρήτη βρισκόταν κάτω από την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου. Να σημειωθεί ότι η λέξη «καβάσης» προέρχεται από την τουρκική λέξη «καβάς», που σημαίνει τον ένοπλο φρουρό του πασά ή της πρεσβείας, της παλιάς αυτοκρατορικής τουρκίας, ντυμένο με εντυπωσιακά χρυσοκεντημένη στολή.

Μετά το 1913 που έγινε η επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα η παραδοσιακή κρητική φορεσιά της κρητικής Χωροφυλακής καθιερώθηκε ως η δεύτερη επίσημη ενδυμασία της ανακτορικής φρουράς. Έτσι, μέχρι σήμερα η μισή προεδρική φρουρά φοράει τη φουστανέλα και η άλλη μισή τη βράκα, το εσωτερικό δε του προεδρικού μεγάρου φρουρούν βρακοφόροι.

Σήμερα, την κρητική παραδοσιακή φορεσιά οι μόνοι που τη φορούν ακόμη είναι οι χορευτές των παραδοσιακών συγκροτημάτων στους χορούς και στις παρελάσεις.

Βιβλιογραφία

Ιωάννη Τσουχλαράκη «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ»

ΒΛΑΣΤΟΣ Π. –Σημειώσεις_ (1992). Η κρητική ενδυμασία το 19ο αιώνα. Επιμέλεια: Λ. Καούνη. Ημερολόγιο. Έκδ. Λυκείου Ελληνίδων Ρεθύμνης. Ρέθυμνο.

ΠΡΟΒΑΤΑΚΗΣ Θ. (1990). Κρήτη. Λαϊκή τέχνη και ζωή. Αθήνα.

ΤΣΟΥΧΛΑΡΑΚΗΣ Ι.-Θ. (1997). Η ιστορία και η λαογραφία της κρητικής φορεσιάς. Κλασικές εκδόσεις.

ΦΡΑΓΚΑΚΙ ΕΥ. (1960). Η λαϊκή τέχνη της Κρήτης, αντρική φορεσιά. Αθήνα.

GEROLA G. (1993). Βενετικά μνημεία της Κρήτης-Εκκλησίες. Μετάφραση: Σπανάκης Στ. Εκδ. Σύνδεσμος Τ.Ε.Δ.Κ. Κρήτης. Ηράκλειο

Πηγές: kritesad.gr, deredakis.blogspot.gr, mantinades.gr

Τρία κάστρα της Κρήτης ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά της Ελλάδας

Επιβλητικά και πανέμορφα, αποτελούν πραγματικά «στολίδια». Πρόκειται για κάστρα – πραγματικά στολίδια, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη τη χώρα. Τρία όμως από αυτά βρίσκονται στην Κρήτη και γοητεύουν ντόπιους και επισκέπτες:

Φρούριο Φιρκά

Το Φρούριο Φιρκά (τούρκικη λέξη, που στα ελληνικά σημαίνει στρατώνας) εντοπίζεται στο βορειοανατολικό τμήμα του Παλιού Λιμανιού και οικοδομήθηκε από τους Ενετούς το 1645 με σκοπό την προστασία της εισόδου του λιμανιού των Χανίων. Παραμένοντας σιωπηλό και επιβλητικό στο πέρασμα των χρόνων, «αφηγείται» στους ταξιδιώτες τις σημαντικές ιστορικές στιγμές που διαδραματίστηκαν στην έκτασή του.

Επί ενετοκρατίας εδώ στεγαζόταν ο στρατώνας της ναυτικής φρουράς. Την περίοδο της τουρκοκρατίας λειτούργησε ως φυλακές για τους ντόπιους που πολεμούσαν για την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένωσή της με την υπόλοιπη Ελλάδα.

Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 στο Φρούριο Φιρκά πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή της ένωσης με την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας ανυψώθηκε για πρώτη φορά η γαλανόλευκη στο μικρό πυργίσκο.

Στην τελετή παρευρέθησαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κουντουριώτης, επιζώντες πολεμιστές και πλήθος κόσμου από ολόκληρο το νησί.

Στην είσοδο του φρουρίου στο νότιο τμήμα του, σήμερα λειτουργεί το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης, το οποίο είναι χτισμένο μέσα στο φρούριο και πάνω στα ενετικά τείχη.
Φρούριο Φορτέτζας

Χτισμένο στο λόφο του Παλαιοκάστρου, πάνω από το δυτικό τμήμα της πόλης του Ρεθύμνου, το βενετσιάνικο φρούριο της Φορτέτζας στέκει αγέρωχος φρουρός της πόλης από το 1573, όποτε και οικοδομήθηκε από τους Ενετούς. Ορατό από κάθε γωνιά της πόλης, προσφέρει πανοραμική θέα τόσο στο Ενετικό λιμάνι όσο και στην υπόλοιπη πόλη του Ρεθύμνου. Σκοπός της δημιουργίας του δεν ήταν άλλος από την προστασία της πόλης από τις επιδρομές του πειρατή Ολούτζ Αλή. Μέσα στο κάστρο, ωστόσο, μετά το πέρας των εργασιών το 1580, εγκαταστάθηκε μόνο η βενετσιάνικη φρουρά καθώς ο χώρος ήταν αρκετά μικρός για να χωρέσουν όλες οι κατοικίες της πόλης.

Με την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους μετά το 1646, το φρούριο δεν υπέστη πολλές αλλοιώσεις από την αρχική του μορφή. Ωστόσο, έγιναν κάποιες συμπληρωματικές προσθήκες στις επιχωματώσεις και στον περίβολο του φρουρίου.

Στο κάστρο σήμερα διακρίνονται η κεντρική πύλη, στο ανατολικό τμήμα του μεταξύ των προμαχώνων του Αγίου Λουκά και του Αγίου Νικολάου, κάποια ερείπια από την κατοικία του Ρέκτορα (Ενετού διοικητή), ο καθεδρικός ναόςτου Αγίου Νικολάου (επί τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί), οι πυριτιδαποθήκες, δεξαμενές, η αποθήκηπυροβολικού και κάποια μη αναγνωρισμένα κτήρια, οι πληροφορίες των αρχαιολόγων για τα οποία είναι ελάχιστες.

Σήμερα στο φρούριο της Φορτέτζας διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις, εκθέσεις και θεατρικές παραστάσεις.
Eνετικό Φρούριο Κούλες

Στην είσοδο του ενετικού λιμανιού του Ηρακλείου, το ενετικό φρούριο Κούλες αποτελεί ένα από τα πιο πολυφωτογραφημένα και φημισμένα μνημεία της πόλης. To «Φρούριο στη Θάλασσα» όπως είναι η μετάφρασή του από το Castello a Mare ή Rocca a Mare (σύμφωνα με την ενετική ονομασία του) έχει διατηρήσει το όνομά του από την τουρκική λέξη Su Kulesi.

Δημιουργήθηκε το 1523-1540, σε θέση παλαιότερου φρουρίου που υπέστη σοβαρές ζημιές μετά από δυνατό σεισμό το 1303, με σκοπό να προστατεύσει την πόλη από τις επιθέσεις των εχθρών, ενώ το 1669 μαζί με την υπόλοιπη Κρήτη, έπεσε στα χέρια των Τούρκων κατακτητών. Αρχιτεκτονικά αποτελείται από δύο τμήματα το νοτιοδυτικό (παραλληλόγραμμο και ψηλότερο) και το βορειοανατολικό (σε σχήμα έλλειψης και λίγο πιο χαμηλό), ενώ είχε τρείς πύλες εισόδου με την κύρια αυτή στο δυτικό τμήμα του.

Τρία κάστρα της Κρήτης ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά της Ελλάδας

Διαβάστε ακόμα: Το ολοκαύτωμα της Βιάννου. Οι θηριωδίες των Γερμανικών στρατευμάτων που άφησαν εκατοντάδες νεκρούς

Επί τουρκοκρατίας προστέθηκαν κτιστές επάλξεις με θέσεις τουφεκιοφόρων και κανονιών ενώ ακριβώς απέναντι χτίστηκε και ο Μικρός Κούλες, ο οποίος σήμερα, δυστυχώς, δεν υπάρχει.

Στους εσωτερικούς του χώρους, σύμφωνα με τους θρύλους, Κρήτες επαναστάτες βασανίστηκαν ανελέητα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Source: greekguide.com

4 Φεβρουαρίου 1843: Πεθαίνει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης!


4 Φεβρουαρίου 1843: Πεθαίνει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης! Τον έντυσαν με την στολή του Αντιστρατήγου, του έζωσαν το σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στο φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία!

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πέθανε από εχθρικό βόλι σε κάποια άπ’ τίς τόσες μάχες που έδωσε. Ούτε στην λαιμητόμο όπου τον είχαν καταδικάσει οί δικαστές της κυβερνήσεως του Κωλέττη, ούτε στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου πέρασε 6 μήνες φυλακισμένος.

Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα, όπως εύχεται ή Εκκλησία μας, από εγκεφαλική συμφόρηση!

Την βραδιά του θανάτου του ήτο προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο άπ’ ότι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ήμερων είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, το όποιο βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων.

“Έπαθε αποπληξία (τον βρήκε κόλπος όπως λένε) κατά τον ύπνο, “κατά την 4η ώρα της νύκτας”. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει, και μετά Βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες (αφαίμαξη), χιόνι στην κεφαλή, καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια.

Η τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο: 

“σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις”.

Πέθανε σε ηλικία 73 ετών, στις 04/02/1843 και “ώρα 11η” πρωινή”.

Όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν και πλήθος κόσμου συνέρεε στο σπίτι του. Οι παλαιοί συναγωνιστές του τον καταφιλούσαν και έκλαιγαν με αναφιλητά. Κηρύχθηκε τριήμερων δημόσιο πένθος.

Τον νεκρό τον έντυσαν με την στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν τα σπαθί, του φόρεσαν τσαρούχια, τον απίθωσαν στο φέρετρο και έβαλαν κάτω από τα πόδια του μία τουρκική σημαία. Στο ένα του πλάγιο έβαλαν τον ασημένιο του θώρακα, ενώ στο άλλο την περικεφαλαία του και τις σπαλέτες. Η πολεμική αυτή εξάρτυση του Κολοκοτρώνη βρίσκεται σήμερα στα Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, όπου και μεταφέρθηκε, ασφαλώς μετά την εκταφή των οστών με σκοπό την ανακομιδή τους εις την Τρίπολη.

Η πομπή κατέβηκε από την οδό Έρμου και μπαίνοντας στην οδό Αίολου έφτασε στον ναό της Αγ. Ειρήνης, όπου έψάλη η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω από την νεκροφόρα κατά την πορεία της προς την Αγία Ειρήνη ήσαν: Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Κουντουριώτης, ο Αντιστράτηγος Τσώρτς, ο Υποστράτηγος Τζαβέλλας, ο Υποστράτηγος Γιατράκος, οι Συνταγματάρχες Πλαπούτας και Μακρυγιάννης, οι σύμβουλοι επικρατείας Δεληγιάννης και Παλαμήδης. Επίσης ακολουθούσαν οι επώνυμοι της εποχής και πλήθος κόσμου. Ήταν τόσος ο λαός πού όταν η αρχή της πομπής έμπαινε στην Εκκλησία, η ουρά της πομπής δεν είχε μπει ακόμα στην αρχή της Έρμου.

Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων της εποχής, ο εκκλησιαστικός ρήτορας και συγγραφέας Κων. Οικονόμου των έξ’ Οικονόμων. Έπειτα ή πομπή, περνώντας ξανά από το παλάτι, έφτασε στο Α’ νεκροταφείο.
Ιατρική πλευρά

Τα συμπτώματα πού μας παραδίδουν οι ιστορικοί της εποχής, δείχνουν ότι ο Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό, είτε αιμορραγικό είτε θρομβωτικό. Ό Κολοκοτρώνης ήταν 73 ετών, τα αγγεία του εγκεφάλου του -με την φθορά του χρόνου- θα είχαν πάθει σκλήρυνση (αρτηριοσκλήρυνση), δηλαδή θα ήταν σκληρά, άκαμπτα και εύθραυστα, και δεν θα άντεχαν σε μεγάλη αύξηση της αρτηριακής πιέσεως.

Απ’ την άλλη μεριά, το κρασί πού κατανάλωναν οι “Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν ασφαλώς πολύ και ο Κολοκοτρώνης στους γάμους του παιδιού του ήπιε πολύ παραπάνω απ’ το συνηθισμένο. Το πολύ οινόπνευμα όμως συμβάλλει στην αύξηση της πιέσεως και σε χρόνια κατανάλωση αλλά και κάθε φορά πού πίνουμε. Οπότε, αν είχε και υπέρταση από πριν, το κρασί πού κατανάλωσε ο Κολοκοτρώνης εκείνη την βραδιά, μάλλον συνέβαλε στο να αυξηθεί ακόμη περισσότερο ή πίεση του. Ίσως τα αγγεία του να μην άντεξαν την αυξημένη πίεση του αίματος με συνέπεια την ρήξη τους και την εγκεφαλική αιμορραγία. Είτε η υπέρταση να είχε ως αποτέλεσμα να σχηματισθεί θρόμβος σε κάποιο αγγείο του εγκεφάλου, έχοντας ως συνέπεια την μη τροφοδότηση του εγκεφάλου με αίμα (ισχαιμία του εγκεφάλου).

Επίσης ο Γέρος έφαγε πολύ εκείνη την βραδιά. Αυτό σημαίνει πώς η πέψη του επιβαρύνθηκε πολύ. Κατά την πέψη αρκετό αίμα φεύγει από την κυκλοφορία -και τον εγκέφαλο- και πηγαίνει στο έντερο, γεγονός το όποιο σ’εναν ηλικιωμένο οργανισμό, πού χρειάζεται κάθε δυνατή εφεδρεία, επιφέρει μεγάλο πρόβλημα. Εάν υπήρχε ελαττωματική αιμάτωση του εγκεφάλου του Κολοκοτρώνη, το πλούσιο αυτό γεύμα επέτεινε την εγκεφαλική ισχαιμία.

Επί πλέον δε και ή μεγάλη χαρά του Γέρου μπορεί να συνέβαλε στον θάνατο του, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, κατά τις όποιες πέθαναν άνθρωποι ευρισκόμενοι σε χαρά, όπως εκείνος ο Διαγόρας ο αρχαίος, ο οποίος πέθανε υπό τις επευφημίες των θεατών του σταδίου, όταν οι 3 γιοι του νίκησαν στην Ολυμπία.

Θέλοντας να κάμω ένα λογοπαίγνιο -με ουδεμία διάθεση να προσβάλω την σεπτή μνήμη του μεγάλου αυτού άνδρα- λέγω ότι τον πολεμιστή, τον όποιον δεν δάμασε κανείς εχθρός, τον δάμασε τα φαΐ και το πιοτό.
Τα οστά του Κολοκοτρώνη

Τα οστά του Κολοκοτρώνη ευρίσκονται στην Τρίπολη από τις αρχές του αιώνος μας. Πριν, ευρίσκοντο στην Αθήνα στο Α’ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη -κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων- , συνοδεύοντας μάλιστα ό ίδιος την μεταφορά τους, αποδίδοντας έτσι τιμή στον ελευθερωτή του Γένους μας. Το 1971 στην πλατεία του Άρεως Τριπόλεως έστήθη ανδριάντας του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Και από το 1993 τα οστά ευρίσκονται στην βάση του μνημείου αυτού, σε ειδική κρύπτη.

Το μνημείο απεικονίζει τον Γέρο του Μοριά καβάλα πάνω σε άλογο. Και στο δημοτικό τραγούδι των Κολοκοτρωναίων απεικονίζεται η γενιά του, περήφανη, να μετακινείται, συνεχώς ευρισκόμενη πάνω σε άλογο.

…καβάλα παν’ στην Εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,

καβάλα παίρνουν αντίδωρο απ’ του παπά το χέρι,

και δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν…