ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

.img_0161

Διάφορες ελλληνικές παροιμίες, αλφαβητικά:


Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

.

A

  • Α’ που ‘χασε το χοίρο του, όλο μουγκριές ακούει.

  • Άβουλα του Θεού φύλλον ‘κι λαΐσκεται. (Ποντιακή)

  • Αβούλευτο είναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι, των απανθρώπων τα παιδιά να’ χουν τιμή και τάξη. (Παξοί)

  • Άβρακος βρακί δεν είχε, το ‘βαλε και χέστηκε. (Παξοί)

  • Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.

  • Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.

    • Αγάλι αγάλι φύτευε ο γεωργός αμπέλι κι αγάλι αγάλι γίνηκε η αγουρίδα μέλι. (Παξοί)

  • Αγάλια αγάλια κόνευε, αν θέλεις να προφτάσεις.

  • Αγάλια αγάλια κότα μου και ΄γω σε μαγειρεύω. (Λαγκαδιά Γορτυνίας)

  • Αγάπαγε η Μάρω το χορό βρήκε και άντρα χορευτή.

  • Αγαπάει ο θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.

  • Αγάπα το γείτονά σου αλλά μη γκρεμίζεις και το φράχτη.

  • Αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματά τους.

  • Αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα.

  • Αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται.

  • Ἀγεωμέτρητος μηδεῖς εἰσίτω.

    • Όποιος δεν γνωρίζει γεωμετρία να μην μπει. Ρητό γραμμένο πάνω απ’ την πύλη της Ακαδημίας (του Πλάτωνα).

  • Άγιας Άννης να λογιέσαι και να μη δοξολογιέσαι. (Παξοί)

  • Αγιά Μαρίνα με τα σύκα και Άγιος ‘Λιας με τα σταφύλια.

  • Άγιος που δε θαυματουργεί, μηδέ δοξολογιέται.

  • Αγιούτο στην αδυναμιά. (Παξοί)

    • αγιούτο : βοήθεια (ενετικό)

  • Αγκάθια έχει στον κώλο του.

  • Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου.

  • Αγοράζει μα δεν πουλεί. (Παξοί)

  • Άγουρος προξενητής για λόγου του κοιτάει. (Παξοί)

  • Αγροίκου μη καταφρόνει ρήτορος.

  • Αγρόν ηγόραζεν. (θρησκευτικό)

  • Άδειο σακί δε στέκεται, γεμάτο δε λυγάει.

    • Άδειο σακί ορθό δεν κάθεται. (Παξοί)

  • Αδέρφια αγαπημένα, κάστρα που δεν παίρνονται.

    • Αδέρφια ενωμένα, σπίτια ευτυχισμένα. (Παξοί)

  • Αδερφός, κι ας ειν’ κι οχτρός. (Κεφαλονίτικη)

  • Άδης στον άδη και βρωμάει και τυρίλιας. (Παξοί)

  • Άδουλος δουλειά δεν έχει, το βρακί του λύει και δένει.

    • Άδουλος δουλειά δεν είχε το σκοινί λύνει και δένει. (Παξοί)

  • Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιῷ ἱζάνει.

    • Ένα κοράκι βρίσκεται πάντα κοντά σ’ ένα άλλο κοράκι.

  • Αεροβατεί και κλάνει (αιθεροβάμων).

  • Ἀετοῦ γῆρας, κορυδοῦ νεότης.

    • Τα γηρατειά του αετού διαρκούν όσο ή νιότη του σπουργιτιού.

  • Άι Βαρβάρα βαρβαρώνει, Άη Σάββας σαβανώνει κι Άη Θανάσης παραχώνει.

  • Αιθίοπα σμήχεις. (αρχαιοελληνική)

    • Παρόμοια με: “Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς”.

  • Άιρα και κάιρα και κόκκινη μηλιά. (Παξοί)

  • Άης Αντρέας έφτασε, το κρύο αντρειεύει.

  • Άη Γιώργη μου ακριβός είσαι.

  • Ακαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης.

  • Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε.

    • Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τονε κράξανε. (Παξοί)

    • Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε.

  • Άκουε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώμη.

    • Άκουσε γέρου συμβουλή και παιδευμένου γνώση.

  • Άκουε πολλά και λέγε λίγα…

  • Ακουέ τα από καρδίας.

  • Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.

    • Ακριβοί στα πίτουρα, φτηνοί στα λάχανα.

  • Αλάργα-αλάργα το φιλί για να έχει νοστιμάδα.

  • Αλαργινός ο κήπος δωριανά τα λάχανα. (Αρκαδία)

  • Αλέθει καλά ο μύλος μου.

  • Αλέθει ο μύλος ό,τι κι αν του ρίξεις. (Παξοί)

  • Αλήθεια χωρίς ψέματα, φαΐ χωρίς αλάτι. (Παξοί)

  • Άλλ’ αντ’ άλλα τα μεγάλα της Παρασκευήςτο γάλα.

    • Άλλα είναι τ’ άλλα κι άλλο της Παρασκευής το γάλα.

  • Άλλα λέει η γιαγιά μου, άλλα ακούν τ`αυτιά μου.

    • Άλλα λέει η θεια μου, άλλα ακούν τ`αυτιά μου.

  • Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.

  • Άλλα τα λεγόμενα κι άλλα τα γενόμενα.

  • Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

  • Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει.

  • Αλλού το όνειρο και αλλού το θαύμα

  • Άλλώς έδοξε τοις θεοίς.

  • Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τη σκούφια του αλλιώς.

    • Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.

  • Άλλη η δουλειά του ναύτη, κι άλλη του καντηλανάφτη.

  • Άλλη καμιά δε γέννησε, μόνο η Μαρία το Γιάννη. (Παξοί)

  • Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε (θρησκευτική)

  • Αλί από ‘κείνονε που δεν έχει νύχια να ξυστεί. (Παξοί)

    • Αλί του που δεν έχει νύχια να ξυστεί.

  • Αλί από ‘κείνονε που δεν έχει ποιος να του φυσήξει το μάτι. (Παξοί)

  • Αλί από ‘κείνονε που λείπει από το γάμο του. (Παξοί)

  • Αλί από ‘κείνονε που τονε κλείνει η γης. (Παξοί)

  • Αλί που το ‘χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες.

  • Αλί που γιόμα καρτερεί και δείπνο από γειτόνους. (Ηπειρος)

  • Αλίμονο του που δεν έχει και θεό δεν έχει. (Παξοί)

  • Άλλο λάγιο κι άλλο τράγιο. (Παξοί)

  • Άλλο ο χήρος (=χοίρος) γείτονας κι άλλο ο γείτονας γουρούνι. (Παξοί)

  • Άλλο να σ’ το λέω κι άλλο να το βλέπεις.

  • Άλλοι να σε παινεύουνε κι εσύ να καμαρώνεις. (Παξοί)

  • Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα Βαγγέλια φέραν.

    • Άλλοι παπάδες έρχονται, άλλα χαρτιά κρατάνε.

  • Άλλοι Πάσχα κι άλλοι χάσκα. (Παξοί)

  • Άλλοι περνώντας κι άλλοι καρτερώντας. (Παξοί)

  • Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρών’ και μαγαρίζουν.

  • Άλλοι τα ‘φαγαν τα σύκα κι άλλοι τα πληρώνουνε.

  • Άλλος βάζει τη φωτιά κι άλλος βρίσκει τον μπελά.

  • Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει. (Παξοί)

  • Άλλος έσπειρε κι άλλος θερίζει.

  • Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη.

  • Άλλος σπέρνει και τρυγάει, κι άλλος πίνει και μεθάει.

  • Άλλος στου Κόκλα κι άλλος στου Πυρή. (Αρκαδία)

  • Άλλος το μακρύ κι άλλος το κοντό.

  • Άλλος χάσκει κι άλλος μεταλαβαίνει.

  • Αλλοι τα γένια πεθυμούν, κι άλλοι που τα ‘χουνε τα φτυούν.

  • Αλλού βαρούν τα όργανα κι αλλού χορεύει η νύφη.

  • Αλλού είν’ ο καλόγερος κι αλλού είναι τα ράσα του.

    • Αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του.

  • Αλλού με τρίβεις δέσποτα, κι αλλού έχω τον πόνο.

    • Αλλού με ξείς καλόγηρε κι αλλού με τρώει εμένα.

      • Αλλού με τρίβεις Δέσποινα, κι αλλού εγώ πονάω.

  • Αλλού πατάς κι αλλού κοιτάς.

  • Αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα.

    • Αλλού το όραμα και αλλού το θαύμα.

  • Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες.

  • Αλλού φωτίζει ο Θεός κι αλλού σκοτίζει. (Παξοί)

  • Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού αλέθει ο μύλος.

  • Αλλού τηρά κι αλλού βλέπει.

  • Άλφα Κάπα αντιδαύλι. (Παξοί)

  • Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.

  • Άμα βλέπεις τη μάνα κλαις το παιδί. (Παξοί)

  • Άμα δειπνείς και δε με δεις, σίγουρα λίγωση είναι. (Κρητική)

    • Εννοεί τη σελήνη και τις φάσεις της.

  • Άμα δεις λαγό εμπρός σου, τρεις φορές κάν’ τον σταυρό σου.

  • Άμα δεν βρέξει θα στάξει.

  • Άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μη περιμένεις άλλον.

  • Άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ.

  • Άμα δεν περισσέψει πάει να πει πως δεν φτάνει.

  • Αμα δεν σε θέλουν στο χωριό μη ρωτάς για του παπά το σπίτι

  • Άμα θέλει η νύφη και ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός.

  • Άμα θες σύντροφο άξο, πάρε νύφη από τη Νάξο.

  • Άμα κι θέλω να φιλώσε ρωτώ που και κα εν το μάγουλο σ’. (Ποντιακή)

    • Άμα δεν θέλω να σε φιλήσω ρωτώ που είναι το μάγουλό σου.

  • Άμα κοιμάται ο γυιόκας μας, φαΐ δεν μας γυρεύει.

  • Άμα φτυείς ψηλά, πέφτει στο πρόσωπο.

    • Αν φτύσω πάνω φτύνω τα μούτρα μου, αν φτύσω κάτω φτύνω τα γένια μου.

  • Αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστι αμαρτία.

    • Αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη.

  • Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα.

  • Άμε διάολε στ’ Αρκάδι. (Ρέθυμνο)

  • Αμ’ έπος αμ’ έργον.

  • Αμίλητος σαν ψάρι.

  • Αμίλητος τρελός, για φρόνιμος περνιέται.

  • Ανάγκα και θεοί πείθονται.

  • Ἀνάγκᾳ δ᾿ οὐδὲ θεοὶ μάχονται.

    • Την ανάγκη ούτε οι θεοί οι ίδιοι μπορούν να την νικήσουν (ρητό του Σιμωνίδη του Κέϊου).

  • Ανάθρεψε τον ποντικό να φάει το μαλλί σου.

  • Αναπέτα πεταλούμ’, αλά πέρδικα καλούμ’. (Παξοί)

  • Ανάποδα, σαν τον κάβουρα.

  • Αν αρτυθείς να είν΄αρνί αν κλέψεις ναν΄χρυσάφι κι αν αγαπήσεις και καμιά να τη ζηλεύει η γειτονιά. (Αθηναϊκή)

    • Αν αρτυθώ να φάω αρνί αν κλέψω νάναι ψάρι κι αν αγαπήσω και κανεί να είναι παλληκάρι. (Αθηναϊκή)

  • Ανάρια ανάρια το φιλί για να ‘χει νοστιμάδα.

  • Άναψε τ’ αγίου δυο κεριά και του δαιμόνου πέντε.

  • Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα.

  • Αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει.

  • Αν βρέξει ο Μάρτης δυό νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ εκείνον τον ζευγά πού ‘χει πολλά σπαρμένα.

  • Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί τό’χει τραβήξει.

  • Αν δεν αστράψει, δε βροντά, κι αν δε βροντά δε βρέχει.

  • Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι.

    • Αν δεν βρέξεις πόδι δεν τρως μπαρμπούνι.

  • Αν δεν δουλέψεις την αυγή, γυμνός θα είσαι τη Λαμπρή.

    • Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.

  • Αν δεν έρθει μοναχή της, μην την καρτεράς την τύχη.

  • Αν δεν έχεις νύχια να ξυθείς, μην περιμένεις να σε ξύσουν οι άλλοι.

  • Αν δεν ήταν οι βρωμιές δεν θα πουλούσαν το σαπούνι. (Παξοί)

  • Αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το βυζαίν’ η μάνα.

  • Αν δεν κλάψει το παιδί μικρό, κλαίει η μάνα μεγάλη.

  • Αν δεν κλωτσήσει ο γάιδαρος, δεν τον ξεφορτώνουν.

  • Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, ο σκύλος δεν πάει κοντά της.

  • Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι.

  • Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.

  • Αν δεν σε κλάσει μάστορας δεν γίνεσαι τεχνίτης.

  • Αν δεν το δείχνει η γίδα, το δείχνει το κέρατό της.

  • Αν είν’ παππάς και λειτουργά, η αυγή θα μας το δείξει.

  • Αν είσαι και λελέκι, δεν είσαι και χατζής.

  • Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.

  • Αν έκαναν όλες οι μέλισσες μέλι θα το ‘τρωγαν και οι γύφτοι.

  • Αν έχεις νύχια, ξύσου.

  • Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.

  • Αν ήταν η ζήλεια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα.

  • Αν ήταν η δουλειά καλή θα δούλευε κι ο Δεσπότης.

  • Αν ήταν καλή η γυναίκα, θα είχε και ο Θεός μια.

  • Αν ήταν το βιολί ψωλή, θα το παίζανε πολλοί.

  • Αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα.

  • Ανθρακες ο θησαυρός.

  • Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.

  • Αν καθίσεις με στραβό, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις.

  • Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ’ αηδόνια. (Κεφαλονίτικη)

  • Αν όλοι μπάμπλοι (ζωήφια) κάναν μέλι θα έκανε και ο σκατό-μπαμπλος (Ν.Σκοπός,Σερρών)

  • Αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες να ‘χει.

  • Αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι Μάρτης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτό το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα.

    • Αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι Μάρτης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτό το ζευγά που ’χει πολλά σπαρμένα.

  • Αν σ’ αρέσει μπάρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο. (Ιστορική)

  • Αν τα χάσει ο μήνας δεν τα χάνει ο χρόνος. (Παξοί)

  • Αν τινάξει ο μυλωνάς, τα ρούχα του κάνει πίτα και κουλούρια. (Παξοί)

  • Ανδρός χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται.

  • Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος.

  • Ανέγνων, έγνων, κατέγνων.

    • Διάβασα, κατανόησα, καταδίκασα. Η γνωστή φράση του Ιουλιανού του παραβάτη, όταν διάβασε βιβλίο με περιεχόμενο χριστιανικό γραμμένο σε αρχαίους στίχους.

  • Ανήρ ο φεύγων και πάλι μαχήσεται.

    • Αυτός που αποφεύγει τη μάχη στο τέλος θα τη δώσει.

  • Άνθρακες ο θησαυρός.

  • Ἄνθρωπον ζητῶ.

    • Το έλεγε ο Διογένης ο Κυνικός.

  • Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.

  • Ἄνθρωπος μικρὸς κόσμος.

    • Δημόκριτος.

  • Ανοικοκύρευτος γαμπρός, πάει στους πέντε ανέμους. (Παξοί)

  • Αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι.

  • Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξηλάτης.

  • Άντρας ψηλός και άγγελος, κοντός πομπή και γάνα, ψηλή γυναίκα άχαρη, κοντή χαραμαντάνα.

  • Ανύπαντρος προξενητής, για λόγου του γυρεύει.

  • Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει, μόνο σακί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει. (Παξοί)

  • Άνω ποταμών (αρχαία έκφραση για το υπερβολικό και εν τέλει απαράδεκτο).

  • Αξίζει μια γερόκοτα σαράντα πουλακίδες.

  • Άξιος είναι στο φαί και γρήγορος στον ύπνο.

  • Απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.

  • Απ’ όλα έχει ο μπαξές.

  • Απ’ όνων εις ίππους.

    • Το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όταν θέλανε να καταδείξουνε άνθρωπο που αναρριχήθηκε από τα χαμηλά.

  • Απ’ όπου κι αν τον πιάσεις λερώνεσαι.

  • Απ’ τ’ αυτί δεν κουτσαίνει τ’ άλογο.

  • Απ’ τ’ αυτί και στο δάσκαλο.

  • Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά.

  • Απ’ την αρχή του Θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή.

  • Απ’ τη λεχώνα κι απ’ τη μαμή, πάει εχάθει το παιδί. (Αρκαδία)

  • Απ’ το διάολο έρχεται τ’ αρνί, στο διάολο γυρίζει το τομάρι.

  • Απ’ το κεφάλι βρωμάει το ψάρι.

    • Το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι.

  • Απ’ τ’ ολότελα, καλή ειν’ κι η Παναγιώταινα.

  • Απ’ το σπίτι κι η τιμή, απ’ το σπίτι κι η πομπή. (Παξοί)

  • Απ’ το χέρι ως το στόμα είναι πολύς καιρός ακόμα.

    • Από κύλικος μέχρι χειλέων πολλά πέλει.

  • Απ’ τον Άννα στον Καϊάφα.

  • Απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.

  • Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά.

  • Άπλωνε το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου.

  • Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι.

  • Από δήμαρχος, κλητήρας.

  • Από δυο χωριά χωριάτες.

  • Από θεού άρξασθαι.

  • Από μήλον ως αυγόν, νά κυρά λουκάνικον.

  • Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.

    • Από τρελό κι από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια.

      • Από ζουρλό και μεθυστή μαθαίνεις την αλήθεια.

  • Από μικρός στα βάσανα.

  • Από μουλωχτά σκυλιά να φοβάσαι.

  • Από μυλωνάς, δεσπότης.

  • Από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί.

  • Απορία ψάλτου βήξ.

  • Από τα μετρημένα τρώει ο λύκος. (Παξοί)

  • Απο τ΄αυγό στην όρνιθα κι από τ΄αρνί στο βόδι. (Κεφαλλονιά)

  • Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα.

  • Από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω, και αν δε μ’ανοίξεις για να μπω, σου κατουρώ τον τοίχο.

  • Από την Σκύλλα στη Χάρυβδη.

  • Από το ένα αυτί μπαίνει κι απ’ το άλλο βγαίνει.

  • Απόκριες στο σπίτι σου και Λαμπριά όπου λάχει. (Παξοί)

  • Απορία ψάλτου, βηξ.

  • Απρίλης-γκρίλης. (Παξοί)

  • Απρίλης Μάης κουκιά μεστωμένα. (Ανατ. Κρήτη)

  • Αραία-αραία για να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.

  • Αρβανίτη αν κάνεις φίλο, κράτα και κανένα ξύλο.

    • Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.

  • Αργά-αργά τα όργανα κι αρχοντικός ο γάμος.

  • Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.

  • Αργία μήτηρ πάσης κακίας.

  • Άρες μάρες κουκουνάρες.

  • Άρες μάρες κουκουνάρες, καί οι τρύπιες οι χουλιάρες.

  • Άρκον σα ξύλα έστειλαν, και γρίζεψεν το δάσος. (Ποντιακή)

  • Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.

  • Άρμεγε και κούρευε, χέζε και δερμάτιαζε.

  • Αρνί κατσίκι τριήμερο, γουρούνι δωδεκαήμερο, μουσκάρι σαρανταήμερο και πάλι κρίμα ένε. (Κεφαλλονιά)

  • Αρνιά κι ερίφια το Μάη μήνα δείχνουν. (Σύρος)

  • Άρπαξε να φας και κλέψε νάχεις.

  • Άρτσι, μπούρτζι και λουλάς.

  • Άρτσι πέλαο μ΄ έριξε. (Παξοί)

  • Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου.

  • Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω.

  • Αρχή άνδρα δείκνυσι.

  • Ἀρχὴ μεγίστη τοῦ βίου τά γράμματα.

    • Αριστοτέλης.

  • Αρρώστου χείλη φαίνονται και νηστικού μαγούλες.

  • Ασημένια μου λαλιά, χρυσή μου βουβαμάρα.

  • Ας με λένε Βοϊβοντίνα κι ας ψοφώ από την πείνα.

  • Ας μπαίνει ο κόσμος κι ας λέει ο κόσμος. (Παξοί)

  • Ας πηδάμε κι ας γελάμε για να λεν πως δεν πεινάμε.

  • Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει.

  • Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή… κακά μαντάτα στην ψωλή. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)

  • Άσπρα στο πουγκί, ψάρια στο βουνί.

  • Άσπρος γεννιέται ο κόρακας και μαύρος κατανταίνει. (Παξοί)

  • Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.

  • Άσχημέ μου στρώσε τάβλα, όμορφέ μου τι θα φάμε. (Παξοί)

  • Άσχημη στην κούνια, όμορφη στη ρούγα.

  • Άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα.

  • Αυγό να πάρεις απ’ αυτόν δεν έχει κρόκο μέσα.

  • Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές τον χρόνο.

  • Αυτά που θες ξενέρωτος, τα κάνεις μεθυσμένος.

  • Αυτός είναι βίος και πολιτεία.

  • Αυτός είναι απ’ του διαόλου τη μάνα.

  • Αὐτοῦ γὰρ Ῥόδος καὶ πήδημα.

    • Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

  • Αφεντικά και δούλοι, το ίδιο ούλοι. (με αρνητική διάθεση)

  • Άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τί ποιούσι.

  • Αφήνω γεια τση φτώχειας. (Παξοί)

  • Άφησε το γάμο και πήγε για πουρνάρια.

  • Αφού έκαμες την εκκλησιά κάμε και τ’ άγιο βήμα.

  • Άφωνος ιχθύς.

  • Αχάριστο ευλογείς, νεκρό δανείζεις.

  • Αχθος αρούρης.

    • Ομηρικόν (Ιλιάς): «Βάρος της γης».

Β

  • Βάζει η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.

  • Βαθιά βροντή, κοντή βροχή. (Παξοί)

  • Βαθύ ποτάμι δεν κάνει κρότο.

  • Βαίνω κατά κρημνών.

    • Πάω κατά διαβόλου. (Πλάτωνας, Νόμοι 944α)

  • Βάλ’ το μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξένοιαστος.

  • Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.

  • Βάλανε τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα.

  • Βάλε αλεύρι, κάμε πίτα.

  • Βάλε-βγάλε παπά τη βράκα σου. (Κρήτη)

  • Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου. (Παξοί)

  • Βάλε κλειδί στη γλώσσα σου.

  • Βάλε λάδι κι έλα βράδυ.

  • Βάπτισμα του πυρός.

  • Βάρα γροθιά του μαχαιριού να δεις ποιος θα πονέσει.

  • Βάρα με μία με τ’ σκούφια σ’.

  • Βαράτε με κι ας κλαίω!

  • Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; (Παξοί)

  • Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.

  • Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει.

  • Βαστάτε Τούρκοι το λαγό να κατουρήσει ο σκύλος. (Παξοί)

  • Βγάζει απ΄ τη μυίγα ξύγγι.

  • Βγήκε η πομπή τσι στράτες, κοροϊδεύει τσου διαβάτες. (Παξοί)

  • Βέργα που λυγάει δε σπάει.

  • Βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια.

    • Το λύκο τον βλέπεις, τον τορό (χνάρι) γυρεύεις?

  • Βλέπω το δέντρο και χάνω το δάσος.

  • Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος.

    • Ο πόλεμος διδάσκει κάθε είδους βιαιότητα. (Θουκυδίδης, ΙΙΙ, 82.2)

  • Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις.

    • Καλή ζωή ζει εκείνος που δεν έχει γυναίκα.

  • Βίος αβίωτος.

  • Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος.

    • Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο. (Δημόκριτος, 230)

  • Βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγῳ ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.

  • Βλέπεις φαί, κάτσε φάε. Βλέπεις ξύλο, σήκω φύγε.

  • Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ανεβούμε το βουνό.

  • Βοήθα μ’, εφτωχέ, μη γίνουμαι άμμον εσέν. (Ποντιακή)

    • Βόηθα με φτωχέ μη γίνω σαν και σένα. (Παξοί)

  • Βοηθείστε οι στραβοί τον ανοιχτομάτη.

  • Βοήθα παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.

    • Βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.

  • Βοή λαού, οργή θεού.

  • Βόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.

  • Βουνό με βουνό δε σμίγει.

  • Βους επί γλώσση μέγας.

    • Λέγεται για κάποιον που κρατά από δωροδοκία ή από ανωτέρα βία το στόμα του κλειστό.

  • Βρακί δεν έχει να φορέσει, στολίδια γυρεύει.

    • Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.

  • Βρέξει χιονίσει η πινιάτα θα γιομίσει. (Παξοί)

  • Βρες δουλειά, να βρεις βασίλειο.

  • Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.

  • Βρέχει καρεκλοπόδαρα.

  • Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλιασε η καρδιά του.

  • Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναστέναξε η καρδιά του.

  • Βρήκε ο γύφτος λάδι αλείφει και τα αρχίδια του

  • Βρήκε ο γύφτος βούτυρο κι άρχισε ν΄αλείφει και το γκόλο του (Καστοριά)

  • Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκ.)

  • Βρομάει μπαρούτι.

  • Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες.

  • Bρώμα και δυσωδία.

    • Για χαρακτηρισμό κάποιου φαύλου προσώπου ή ανήθικης κατάστασης. Από τη φράση «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» (τροφή σκουληκιών και δυσοσμία) στη νεκρώσιμη ακολουθία.

  • Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει το γαϊδούρι.

  • Βρηκε ο γαιδαρος βρακι να φορεσει στο Δαφνι(=τρελοκομειο)

Γ

  • Γαία πυρί μιχθήτω.

    • Ας καταστραφεί το παν.

  • Γαίαν έχοι ελαφράν.

    • Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει.

  • Γάιδαρος αμολητός, κύρης και νοικοκύρης. (Δωδεκάνησα)

    • Γάιδαρος αμολητός, μαγκουφιά στα λάχανα. (Δωδεκάνησα)

  • Γάιδαρος είν’ ο γάιδαρος, αν εφορεί και σέλλα, κ’ η γριά κι αν εμορφίζεται, δεν γίνεται κοπέλα. (Κεφαλονίτικη)

    • Γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας του φοράν’ και σέλλα.

  • Γαϊδάρου λύρα παίζανε κι αυτός τ’ αυτά του τάραζε.

  • Γάμει δε μη την προίκα αλλά την γυναίκα.

    • Να παντρεύεσαι την γυναίκα και όχι την προίκα. (Mενάνδρου, Γνώμαι)

  • Γάμειν ο μέλλων εις μετάνοιαν έρχεται.

    • O σκεπτόμενος να παντρευτεί έχει κιόλας πάρει το δρόμο της μετάνοιας. (Mενάνδρου, Γνώμαι)

  • Γάμος άγαμος.

    • Ολέθριος γάμος.

  • Γάμος εις τα γέρατα, ή σταυρός ή κέρατα. (Παξοί)

  • Γάμος χωρίς σφαχτά δε γίνεται.

  • Γάτος γαμεί και γάτος σκούζει.

  • —Γεια σου, Γιάννη. —Κουκιά σπέρνω.

  • Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.

  • Γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ει.

    • Γελάει ο ανόητος, παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα που να είναι αστείο (:γελοίο).

      • Γελάει ο τρελός στ’ αγέλαστα.

  • Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις.

    • Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις.

      • Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις.

  • Γενεαί δεκατέσσαρες.

    • Τον πέρασε γενεάς δεκατέσσαρας (=του έβρισε όλο του το σόι). (Ματθ. Α’17)

  • Γένοιτο.

    • Mακάρι να γίνει, είθε να επαληθευτεί.

  • Γέρου πορδή μην ακούς, λόγο ν’ ακούς.

  • Γέρος κι αν επαινεύτηκεν, ανήφορος το δείχνει.

    • Γριά κι αν κοπελεύεσαι, ο ανήφορος το δείχνει. (Παξοί)

  • Γέρος γάτος, τρυφερά ποντίκια θέλει.

  • Γηράσκω δ’ αεί πολλά διαδασκόμενος.

  • Γης Μαδιάμ.

    • (Έξοδος, Β’15)

  • Για ένα αυγό χαλά τη σούπα. (Λέσβος)

  • Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.

  • Για συγγνώμη και για μύρο κίνησε να πας στην Σκύρο.

  • Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας, για το γιο η κότα.

  • Για το καρφί χάνεται το πέταλο, για το πέταλο τ’ άλογο.

  • Για τον εχθρό που φεύγει, φτιάξε χρυσό γεφύρι.

  • Για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις.

  • Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα.

  • Για ψύλλου πήδημα.

  • Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.

  • Γίναν οι γλάστρες θυμιατά και τα σκατά λιβάνι.

  • Γίνεται το γαϊδούρι άλογο;

  • Γίνηκε ανάστα ο Κύριος.

  • Γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.

  • Γιο πουτάνας να πάρεις, κόρη πουτάνας να μην πάρεις. (Επτάνησα)

  • Γλαῦκ᾿ εἰς Ἀθήνας.

    • Γλαῦκ᾿ Ἀθήναζε.

  • Γλέντα τον όμορφο καιρό γιατί ο άσκημος δε λείπει.

  • Γλυκάθηκεν η γριά στα σύκα εμπαινόβγαινε κι εζήτα.

  • Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.

  • Γλυκάθ’ η γριά στα σύκα, τρωγει και τα συκόφυλλα.

    • Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι έφαγε και τα απόσυκα.

      • Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τα εζήτα.

  • Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.

  • Γλύφοντας και σέρνοντας και με τα κέρατά του πάει ο σαλίγκαρος τ’ αψήλου. (Επτάνησα)

  • Γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει.

  • Γλώσσα, ποί πορεύη; πόλιν ανορθώσουσα καί πόλιν καταστρέψουσα;

    • Λέγεται όταν από απροσεξία ξεφύγει κάτι από το στόμα μας, που θέλουμε να αποκρύψουμε.

  • Γνῶθι σεαυτόν.

    • Να γνωρίσεις τον ευατό σου. Περίφημη φράση γραμμένη στο Δελφικό μαντείο που αποδίδεται είτε στο Χείλωνα τον Λακεδαιμόνιο είτε στον Σωκράτη.

  • Γνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός.

    • Λέγεται για κάποιον που είναι πολύ γνωστός σε κάποιο μέρος.

  • Γουρούνι στο σακί.

  • Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί.

    • Για ανθρώπους ανειλικρινείς και υποκριτές. (Λουκάς, ΙΑ’44)

  • Γριά αλεπού στην παγίδα δεν πιάνεται.

  • Γριάς το μεσοχείμωνο αγγούρι της θυμήθη.

  • Γυναίκα από τη Μύκονο, μάγια στ’ αρχοντικό σου.

  • Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.

    • Γυναίκα και χειμωνικό η τύχη τα διαλέγει. (Παξοί)

  • Γυναίκα χωρίς άντρα, πλοίο χωρίς τιμόνι.

  • Γυναίκα δίχως φίμωτρο, αλί που θα την πάρει.

  • Γυναίκα, ντουφέκι, φακός κι ομπρέλα, δε δανείζονται. (Παξοί)

  • Γυναίκες μαλώνουν, αλήθειες αποκαλύπτονται.

  • Γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει.

    • Η σιωπή είναι στολίδι για τις γυναίκες.

  • Γύρευε παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο.

  • Γυρεύεις ψύλλους στ’άχυρα.

  • Γύρω-γύρω νά ‘ρχεται και μέσα να μη μπαίνει.

  • Γύφτος παπάς δε γίνεται κι αν γίνει δε βλογάει. (Παξοί)

  • Ο χορός και το γαμήσι ειν’ τση γυναικός η φύση (Κέρκυρα).

Δ

  • Δάκρυα τα προοίμια της τέχνης.

    • Λέγεται για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει κανείς, όταν ασχολείται με την τέχνη. (Λουκιανού, Ενύπνιον 1.6)

  • Δανεικά τα κρούταλα στο γάμο

  • Δαμόκλειος σπάθη.

    • Π.χ. «Το ένταλμα κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι μου».

    • Από τη γνωστή ιστορία με τη δοκιμασία του Δαμοκλή, ενός αυλικού του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου.

  • Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.

    • Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.

  • Δείξε μου το φίλο σου και θα σου πω ποιος είσαι.

  • Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι.

    • Δε δίνει στον άγγελο θυμιάμα. (Σέρρες)

      • Δε δίνει στον άγγελό του νερό.

  • Δε θα χάσει η Βενετιά βελόνι.

  • Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.

  • Δε με νοιάζει που πεθαίνω, παρά που όσο ζω μαθαίνω.

  • Δε φοβάται το βουνό απ’ τα χιόνια.

  • Δε χαλάει ο διάολος τη φωλιά του.

  • Δε χορεύει πάντα όποιος πλερώνει τα βιολιά.

  • Δει δέ χρημάτων.

    • Υπάρχει ανάγκη χρημάτων, χρειάζονται χρήματα.

  • Δεινής ανάγκης ουδέν ισχυρότερον.

  • Δεινόν προς κέντρα λακτίζειν.

    • μεταφορ. ματαιοπονείς, η επίθεσή σου εναντίον μου αποβαίνει εις βάρος σου, το χτύπημά σου γίνεται μπούμερανγκ.

  • Δέκα μέτρα, μία κόβε. (Παξοί)

  • Δεκέμβριος, Χριστού γέννηση και καλός μας Χρόνος.

  • Δεμένο σκυλί, πρόβατα δε φυλάει.

  • Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, έγινα για να περάσω.

  • Δεν είδα απ’ τα μάτια, θα ιδώ απ’ τα φρύδια;

  • Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.

  • Δεν είναι άγιοι όλοι όσοι πάνε στην εκκλησία.

  • Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.

  • Δεν έχει λάδι και κρασί; Εχει βουτυρο και μαρμελαδα

  • Δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

  • Δεν ιδρώνει το αυτί του. (δεν πολυνοιάζεται)

  • Δεν κάνουνε όλοι οι μπουμπούλοι μέλι. (Παξοί)

  • Δεν καταλαβαίνει Χριστό.

  • Δεν κόβει ούτε Οβραίου μύτη.

  • Δεν μου κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη.

  • Δεν ξέρει ο κλέφτης που να δέσει τ’άλογό του.

  • Δεν τρέχει κάστανο.

  • Δεν τρώει το μαστοράκι αβγά.

  • Δεν τρώει το ψωμί χαράμι.

  • Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.

  • Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.

  • Δέρνει τους μικρούς να τρομάξουν οι μεγάλοι.

  • Δες μάνα και πάρε κόρη.

  • Δέσαμε το γάιδαρό μας.

  • Δέσε το αρνί, όπου θέλει ο νοικοκύρης και μη σε νοιάζει αν το φάει ο λύκος.

  • Δεύρο έξω.

    • Βγες έξω, παρουσιάσου. (Ιω. ΙΑ.43, «Λάζαρε, δεύρο έξω»)

  • Δήλιον πρόβλημα.

    • Πολύ δύσκολο πρόβλημα.

  • Δήλιος κολυμβητής.

    • Άριστος κολυμβητής.

  • Διαίρει και βασίλευε (λατ. divide ut regnes).

  • Διάλεξε, ξεδιάλεξε, στην κοπριά κατάντησε.

  • Διά γυναικός ερρύη τα φαύλα.

    • Φράση του Θεόφιλου στην Εικασία (η απάντηση που του έδωσε η Εικασία ήταν «διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα», δηλ. από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα).

  • Δια πυρός και σιδήρου.

    • Με κάθε μέσο, με τη βία.

  • Δίκαιον της πυγμής.

    • Δίκαιο του ισχυρότερου.

  • Δίς καί τρίς τό καλόν.

  • Δις παίδες οι γέροντες

    • Δυο φορές παιδιά οι γέροι. (Πλάτωνας, Νόμοι, 646Α)

  • Δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει.

  • Δόξα νάχεις τρυγητή μου που ‘δα τρίχα στο μουνί μου. (Επτάνησα)

  • Δος καματερόν κι έπαρ’ διαταγωγόν. (Ποντιακή)

  • Δόσις ολίγη τε φίλη τε.

    • Προσφορά μικρή αλλά έγκάρδια. (Όμηρος, Οδ. Ζ208)

  • Δουλειά δεν είχε ο Διάολος, γαμούσε τα παιδιά του.

    • Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι αύτωνε τα παιδιά του.

  • Δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης. (Επτάνησα)

  • Δούλεψε να φας και κλέψε να ‘χεις.

  • Δούλεψε στα νιάτα σου να ‘χεις στα γηρατειά σου.

  • Δρακόντειος νόμος.

    • Πολύ σκληρός νόμος.

  • Δράξασθε παιδείας.

    • Εκμεταλλευτείτε κάθε ευκαιρία για μόρφωση. (Ψαλμ. 2.12)

  • Δράττομαι της ευκαιρίας.

    • Βρίσκω την ευκαιρία.

  • Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.

    • Οταν κανείς δυστυχήσει όλοι κοιτάζουν να επωφεληθούν από τη δυστυχία του.

  • Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.

  • Δυο γελάν, κάτι ξέρουν. Ένας γελάει, τρελός είναι.

  • Δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, δεν χωράνε.

  • Δυό λαλούν και τρείς χορεύουν.

  • Δυο το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο.

  • Δύσκολα νιάτα, καλά γεράματα.

  • Δύσκολο να γενεί του χοίρου η τρίχα μετάξι. (Παξοί)

  • Δυστυχώς επτωχεύσαμεν.

    • Από τη γνωστή φράση του Χ. Τρικούπη.

  • Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του.

  • Δώθε παν’ οι άλλοι.

  • Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.

  • Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ’ ανέβει στο κρεβάτι.

  • Δώσε πλούτη, δίνεις γνώση, δώσε φτώχεια, δίνεις τρέλα.

  • Δώσε τόπο στην οργή.

  • Δώσ’ σε ‘μένα και στο γιο μου, νά κι ο άντρας μου στην πόρτα.

  • Δως του πιρούνι κι ας βγάλει τα μάτια του.

Δ

  • Δάκρυα τα προοίμια της τέχνης.

    • Λέγεται για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει κανείς, όταν ασχολείται με την τέχνη. (Λουκιανού, Ενύπνιον 1.6)

  • Δανεικά τα κρούταλα στο γάμο

  • Δαμόκλειος σπάθη.

    • Π.χ. «Το ένταλμα κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι μου».

    • Από τη γνωστή ιστορία με τη δοκιμασία του Δαμοκλή, ενός αυλικού του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου.

  • Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.

    • Γραμματικέ που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.

  • Δείξε μου το φίλο σου και θα σου πω ποιος είσαι.

  • Δε δίνει στον άγιο του λιβάνι.

    • Δε δίνει στον άγγελο θυμιάμα. (Σέρρες)

      • Δε δίνει στον άγγελό του νερό.

  • Δε θα χάσει η Βενετιά βελόνι.

  • Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.

  • Δε με νοιάζει που πεθαίνω, παρά που όσο ζω μαθαίνω.

  • Δε φοβάται το βουνό απ’ τα χιόνια.

  • Δε χαλάει ο διάολος τη φωλιά του.

  • Δε χορεύει πάντα όποιος πλερώνει τα βιολιά.

  • Δει δέ χρημάτων.

    • Υπάρχει ανάγκη χρημάτων, χρειάζονται χρήματα.

  • Δεινής ανάγκης ουδέν ισχυρότερον.

  • Δεινόν προς κέντρα λακτίζειν.

    • μεταφορ. ματαιοπονείς, η επίθεσή σου εναντίον μου αποβαίνει εις βάρος σου, το χτύπημά σου γίνεται μπούμερανγκ.

  • Δέκα μέτρα, μία κόβε. (Παξοί)

  • Δεκέμβριος, Χριστού γέννηση και καλός μας Χρόνος.

  • Δεμένο σκυλί, πρόβατα δε φυλάει.

  • Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, έγινα για να περάσω.

  • Δεν είδα απ’ τα μάτια, θα ιδώ απ’ τα φρύδια;

  • Δεν είμαι φαγάς, είμαι παραπονιάρης.

  • Δεν είναι άγιοι όλοι όσοι πάνε στην εκκλησία.

  • Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.

  • Δεν έχει λάδι και κρασί; Εχει βουτυρο και μαρμελαδα

  • Δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

  • Δεν ιδρώνει το αυτί του. (δεν πολυνοιάζεται)

  • Δεν κάνουνε όλοι οι μπουμπούλοι μέλι. (Παξοί)

  • Δεν καταλαβαίνει Χριστό.

  • Δεν κόβει ούτε Οβραίου μύτη.

  • Δεν μου κάνει ούτε κρύο, ούτε ζέστη.

  • Δεν ξέρει ο κλέφτης που να δέσει τ’άλογό του.

  • Δεν τρέχει κάστανο.

  • Δεν τρώει το μαστοράκι αβγά.

  • Δεν τρώει το ψωμί χαράμι.

  • Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.

  • Δεν φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.

  • Δέρνει τους μικρούς να τρομάξουν οι μεγάλοι.

  • Δες μάνα και πάρε κόρη.

  • Δέσαμε το γάιδαρό μας.

  • Δέσε το αρνί, όπου θέλει ο νοικοκύρης και μη σε νοιάζει αν το φάει ο λύκος.

  • Δεύρο έξω.

    • Βγες έξω, παρουσιάσου. (Ιω. ΙΑ.43, «Λάζαρε, δεύρο έξω»)

  • Δήλιον πρόβλημα.

    • Πολύ δύσκολο πρόβλημα.

  • Δήλιος κολυμβητής.

    • Άριστος κολυμβητής.

  • Διαίρει και βασίλευε (λατ. divide ut regnes).

  • Διάλεξε, ξεδιάλεξε, στην κοπριά κατάντησε.

  • Διά γυναικός ερρύη τα φαύλα.

    • Φράση του Θεόφιλου στην Εικασία (η απάντηση που του έδωσε η Εικασία ήταν «διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα», δηλ. από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλύτερα).

  • Δια πυρός και σιδήρου.

    • Με κάθε μέσο, με τη βία.

  • Δίκαιον της πυγμής.

    • Δίκαιο του ισχυρότερου.

  • Δίς καί τρίς τό καλόν.

  • Δις παίδες οι γέροντες

    • Δυο φορές παιδιά οι γέροι. (Πλάτωνας, Νόμοι, 646Α)

  • Δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει.

  • Δόξα νάχεις τρυγητή μου που ‘δα τρίχα στο μουνί μου. (Επτάνησα)

  • Δος καματερόν κι έπαρ’ διαταγωγόν. (Ποντιακή)

  • Δόσις ολίγη τε φίλη τε.

    • Προσφορά μικρή αλλά έγκάρδια. (Όμηρος, Οδ. Ζ208)

  • Δουλειά δεν είχε ο Διάολος, γαμούσε τα παιδιά του.

    • Δουλειά δεν είχε ο διάολος κι αύτωνε τα παιδιά του.

  • Δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης. (Επτάνησα)

  • Δούλεψε να φας και κλέψε να ‘χεις.

  • Δούλεψε στα νιάτα σου να ‘χεις στα γηρατειά σου.

  • Δρακόντειος νόμος.

    • Πολύ σκληρός νόμος.

  • Δράξασθε παιδείας.

    • Εκμεταλλευτείτε κάθε ευκαιρία για μόρφωση. (Ψαλμ. 2.12)

  • Δράττομαι της ευκαιρίας.

    • Βρίσκω την ευκαιρία.

  • Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.

    • Οταν κανείς δυστυχήσει όλοι κοιτάζουν να επωφεληθούν από τη δυστυχία του.

  • Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.

  • Δυο γελάν, κάτι ξέρουν. Ένας γελάει, τρελός είναι.

  • Δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, δεν χωράνε.

  • Δυό λαλούν και τρείς χορεύουν.

  • Δυο το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο.

  • Δύσκολα νιάτα, καλά γεράματα.

  • Δύσκολο να γενεί του χοίρου η τρίχα μετάξι. (Παξοί)

  • Δυστυχώς επτωχεύσαμεν.

    • Από τη γνωστή φράση του Χ. Τρικούπη.

  • Δώδεκα Απόστολοι, καθένας με τον πόνο του.

  • Δώθε παν’ οι άλλοι.

  • Δώρο αν είναι και μικρό, μεγάλη χάρη έχει.

  • Δώσε θάρρος στο χωριάτη, να σ’ ανέβει στο κρεβάτι.

  • Δώσε πλούτη, δίνεις γνώση, δώσε φτώχεια, δίνεις τρέλα.

  • Δώσε τόπο στην οργή.

  • Δώσ’ σε ‘μένα και στο γιο μου, νά κι ο άντρας μου στην πόρτα.

  • Δως του πιρούνι κι ας βγάλει τα μάτια του.

Ε

  • Εάλω η πόλις.

    • Κυριεύθηκε η πόλη. Έπεσε η πόλη. Η απελπισμένη κραυγή που αντήχησε στην Κωνσταντινούπολη, όταν οι ορδές του Μωάμεθ ορμούσαν μέσα στην πόλη από την εκπορθημένη Κερκόπορτα).

    • Λέγεται (μεταφορικά) για κάτι που χάθηκε άδοξα.

  • Εάν το άλας μωρανθή.

    • Δηλαδή, αν λείψουν οι λίγοι και οι εκλεκτοί.

  • Έβαλε την ουρά στα σκέλια.

    • Λέγεται όταν κάποιος είναι θρασύδειλος.

  • Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.

  • Έβγαλε κι η Ελευσίνα στάρι.

  • Εβάλλει ο κλέφταν τη φωνή να φοβηθεί π’ έχασε. (Ποντιακή)

    • Παρόμοια με «φωνάζει ο κλέφτης ν’ ακούσει ο νοικοκύρης».

  • Έβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου.

  • Έγινε λαγός.

  • Εγκάριξεν ο γάιδαρος κι είπε “άχερος”.

  • Εγύρεψεν ο εφτωχόν, και ‘δώκεν για τη ψην ατ’. (Ποντιακή)

  • Εγώ βαφτίζω και μυρώνω, άρα ζήσει, άρα δε ζήσει.

  • Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε.

  • Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε.

  • Εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω.

    • Εγώ μιλάω, εγώ τ’ ακούω.

  • Εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του.

  • Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη; (σκωπτικό-χιουμοριστικό)

  • Εδώ καράβια χάνονται… βαρκούλες αρμενίζουν!

  • Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)

    • Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί ξυρίζεται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)

      • Εδώ το χωριό καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)

  • Εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα.

    • Εδώ σε θέλω κάβουρα, πώς περπατάν στα κάρβουνα;

  • Εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην.

    • Αν δεν ήμουν ο Αλέξανδρος, θα ‘θελα να ‘μουν ο Διογένης. Φράση που λέγεται πως είπε ο Μ. Αλέξανδρος αφού συνάντησε τον Διογένη τον Κυνικό.

  • Είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα.

  • Είδαν σο φτωχό βολόνι. (Ποντιακή)

  • Είδες χιόνι στο βουνί, βάλε χέρι στο μουνί. (σκωπτικό-χιουμοριστικό)

  • Είδε ο τρελός το μεθυσμένοκαι φοβήθηκε.

    • Είδε ο τρελός το μεθυσμένο κι έφυγε.

  • Είδε το Χριστό φαντάρο.

  • Είναι για το γάιδαρο καβάλα.

  • Είναι πιο πολλές οι μέρες απ΄τα λουκάνικα.

  • Είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια.

  • Είπα και ελάλησα, αμαρτίαν ουκ έχω.

    • Η φράση χρησιμοποιείται με την έννοια: εγώ ξεκαθάρισα από πριν τη θέση μου, προειδοποίησα για τη στάση μου – τώρα δεν έχω καμιά ευθύνη για ό,τι έγινε ή ό,τι θα γίνει.

  • Είπαν του τρελού να χέσει, κι εκείνος ξεκωλώθηκε. (σκωπτικό-χιουμοριστικό, εκφράζει υπερβολή)

    • (Παραλλαγές):

    • Είπαν τον ζουρλόν να χέσει, εκάθησε κ’ εξεκωλώθη.

    • Είπαν της γριάς να χέσει, κι αυτή ξεκωλιάστηκε.

    • Είπανε ενός να κλάσει και χέστηκε.

  • Είπε να πάει κι ο εβραίος στο παζάρι, κι ήτανε μέρα Σάββατο.

  • Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.

  • Εἷς ἐμοὶ τρισμύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦν.

    • Ένας ικανός για μένα ισοδυναμεί με 30.000 άλλους (το είπε ο Ηράκλειτος, για να τιμήσει τον άνθρωπο με δυνατή προσωπικότητα).

  • Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης.

    • Ενας είναι ο καλύτερος οιωνός, να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα. Tη φράση είπε ο ‘Εκτορας στον Πολυδάμαντα. (Πβ.Ιλ.Μ’243)

  • Εις τον Καιάδα.

    • Στη φράση «ρίχνω κάτι εις τον καιάδα» (σαν άχρηστο ή επιζήμιο).

    • Καιάδας, βάραθρο στη Σπάρτη, όπου οι Σπαρτιάτες έριχναν τους κακούργους και τους προδότες.

  • Εις υγείαν του κορόιδου.

  • Εί χολώ παροικήσει και σύ υποσκάζειν μαθήσει.

    • Αν κατοικήσεις κοντά σε κουτσό κι εσύ θα μάθεις να κουτσαίνεις. Παροιμία για την επίδραση των κακών συναναστροφών, ανάλογη με την παροιμία: Ομιλίαι κακαί φθείρουσι ήθη χρηστά.

  • Έκαμα τον γάιδαρο κι ετσούλωσε τ’ αυτιά του κι επήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του.

  • Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. (σκωπτικό-χιουμοριστικό, εννοεί την αχαριστία)

    • Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. (σκωπτικό-χιουμοριστικό, εννοεί την αχαριστία)

  • Έκαστος εφ’ ω ετάχθη.

    • Καθένας για εκείνο, για το οποίο είναι προορισμένος. Π.χ. δεν είμαστε όλοι ικανοί γι’ αυτό. Έκαστος εφ’ ω ετάχθη.

  • Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.

  • Έκαψα την καλύβα μου να μη με τρων’ οι ψύλλοι.

  • Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το πουλί σου.

  • Εκεί που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις (ή θα φτάσεις).

  • Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τ’ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.

  • Εκεί που σ’ αγαπούν να μην πολυπηγαίνεις, γιατί αν τύχει και σε βαρεθούν δε θα’ χεις τί να γένεις.

  • Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.

  • Εκυλίεν το πιθάρ’ και εύρεν το πώμαν. (Ποντιακή)

    • Παρόμοια με την «κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι».

  • Έλα παππού μου να σου δείξω πού τό ‘χει η γιαγιά μου.

    • Έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου.

  • Έλα μουνί στον τόπο σου και ρέστα μη γυρεύεις.

  • Έλλαξεν η χήνα κι εφόρησεν πάλι εκείνα. (Ποντιακή)

  • Έλληνες αεί παίδες.

    • Περίφημη φράση που είπε Αιγύπτιος ιερέας στον Σόλωνα για να τονίσει την αιώνια νεότητα του ελληνικού πνεύματος. (Πλάτ. 22β)

  • Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.

  • Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.

  • Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.

  • Εμείς οι βλάχοι όπως λάχει.

  • Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.

  • Εμορφιάδα σο σκουτέλι ‘κι εμπαίνει. (Ποντιακή)

  • Εμπήκ’ ο λύκος στο μαντρί, αλί που ‘χε το ένα. (Αρκαδία)

  • Ένα βόλι γυρίζει στράτευμα.

  • Ένα κι ένα κάνουν δύο.

  • Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα.

  • Ένα το ‘χει η Μαριορή, το στεγνώνει το φορεί.

  • Ένας κούκκος μοναχά, την άνοιξη δεν φέρνει.

    • Ένας κούκκος δεν φέρνει την άνοιξη.

  • Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα.

  • Ἐν οἴνῳ αλήθεια.

    • (ο ποιητής Ἀλκαῖος).

  • Εν στόματι ρομφαίας ή μαχαίρας.

    • Π.χ. Τους αιχμαλώτους τους πέρασαν όλους εν στόματι ρομφαίας, δηλ. τους έσφαξαν.

  • Εν τη παλάνη και ούτω βοήσωμεν.

    • Δηλ. πρώτα θα καταβληθεί η αμοιβή (ή το αντίτιμο) και έπειτα θα προσφερθεί η εργασία ή θα δοθεί το πράγμα που αγοράστηκε.

  • Εν τούτω νίκα.

    • Με αυτό το σημείο να νικάς. Η συμβολική φράση που παρουσιάστηκε στον ουρανό μαζί με το σημείο του σταυρού στον Μ. Κωνσταντίνο πριν από τη συγκρουσή του με τον Μαξέντιο (312 μ.Χ.).

  • Ενός κακού μύρια έπονται.

  • Εξ οικείων τα βέλη.

    • Οι επιθέσεις προέρχονται από οικεία πρόσωπα.

  • Εξ όνυχος τον λέοντα.

    • Λέγεται όταν θέλουμε να τονίσουμε ότι από κάποια μικρή ένδειξη μπορεί να διαφανεί ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου.

  • Επανάληψις, μήτηρ μαθήσεως.

    • Επανάληψις, μήτηρ πάσης μαθήσεως.

  • Ἐπεὶ δ’ οὖν πάντες ὅσοι τε περιπολοῦσιν φανερῶς καὶ ὅσοι φαίνονται καθ’ ὅσον ἂν ἐθέλωσιν θεοὶ γένεσιν ἔσχον, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ τόδε τὸ πᾶν γεννήσας τάδε. (Πλάτων, Τιμαίος)

  • Έπιασε τον πάπα απ’τ’αρχίδια.

  • Επιμενίδειος ύπνος.

    • Λέγεται για ύπνο πολύωρο και μακάριο. Η φράση προέρχεται από τον αρχαίο Κρητικό σοφό Επιμενίδη, που λέγεται πως κοιμήθηκε 57 χρόνια.

  • Επί ξύλου κρεμάμενος.

    • (μεταφορικά) αδέκαρος, σε άθλια κατάσταση. Συχνή φράση στην Ακολουθία των Παθών του Χριστού.

  • Επί ξυρού ακμής.

    • Στην κόψη του ξυραφιού.

  • Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.

  • Ερως ανίκατε μάχαν.

    • Έρωτα ανίκητε στη μάχη (Σοφοκλής, Αντιγόνη, στ.781).

  • Εσένα, κόρη, λέει το, εσύ, νύφη, άκου το. (Ποντιακή)

  • Έτερος εξ’ ετέρου σοφός.

    • Ο καθένας γίνεται σοφός από τον άλλο (φράση του Βακχυλίδη).

  • Εύκαιρ’ τσουβάλ’, σ’ο ποδάρ κι στεκ’ (ποντιακό).

  • Εύρηκα! Εύρηκα!

    • Το βρήκα! Το βρήκα! (φράση του Αρχιμήδη, όταν ανακάλυψε το νόμο της άνωσης).

  • Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.

    • Έφτασε το αβγό στον κώλο.

  • Έφτασε ο τρυγητής, ξαπόστασε ο δραγάτης.

  • Έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια.

    • Έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια.

  • Έχε καθάριο πρόσωπο, για τους κακούς γειτόνους.

  • Έχε τα πόδια σου ζεστά, την κεφαλή σου κρύα, τον στόμαχόν σου ελαφρύ, γιατρού δεν θα ‘χεις χρεία.

  • Έχει ο Θεός!

  • Έχει ο καιρός γυρίσματα, κι ο χρόνος εβδομάδες.

  • Έχεις καλά παιδία τα κροσία τί να φτας; Κι έχεις κακά παιδία, πάλι τί να φτας ατά. (Ποντιακή)

  • Έχεις γρόσσα; έχεις γλώσσα.

  • Έχεις λιλιά, έχεις λαλιά.

  • Έχεις παράδες; Σου κάνουν τεμενάδες.

  • Έχουσι γνώσιν οι φύλακες.

    • Λέγεται συνήθως, όταν κάποιος θέλει να τονίσει ότι έχει πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα ή όλες τις επιβαλλόμενες προφυλάξεις.

  • Έχω ράμματα για τη γούνα σου.

  • Εως της συντελείας του αιώνος.

    • Αιώνια.

Ζ

  • Ζαβός ζαβή παντρεύτηκε, ζαβά παιδιά θα κάνουν.

  • Ζει και κάτα, ζει και σκύλος, ζει και ποντικός στην τρύπα. (Ποντιακή)

  • Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι, και τον Αύγουστο σταφύλι.

  • Ζήτω που καήκαμε!

Η

  • Η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν τ΄Απριλιού το χιόνι πρωί πρωί απλώνεται το μεσημέρι λυώνει.

  • Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια.

  • Η αλεπού εκατό και το αλεπουδάκι εκατόν δέκα.

    • Η αλπού ικατό τα αλπούδια ικατόν δέκα.

  • Η αλεπού εργάτες έβαζε και ‘κείνη ακριδολόγαγε.

  • Η αλήθεια είναι κουτσή, αλλά φτάνει στην κορφή.

  • Η ανάγκη κάνει το παλικάρι.

  • Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός.

  • Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.

  • Η γάρ σιωπή τοίς σοφοίσιν απόκρισις.

  • Η γάτα για το ψάρι της, πούλησε τ’ αμπέλι της.

  • Η γίδα από τ’ αυτί δεν κουτσαίνει.

  • Η γκαμήλα αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό της.

  • Η γκαστρωμένη χόρευε και η γριά έσφιγγε τον κώλο της.

  • Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει μα κόκκαλα τσακίζει.

  • Η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο.

  • Η γριά αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργες.

  • Η γριά η κότα έχει το ζουμί.

    • Η γριά η κότα έχει το ζουμί, μα η πουλάδα κάνει τον πετεινό και λαλεί!

  • Η γριά το μεσοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει.

  • Η γυναίκα με το κλάμα κι ο κλέφτης με τους όρκους.

  • Η δουλειά δεν είναι ντροπή.

  • Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο.

  • Η θα βρέξει ή θα χιονίσει ή καλό καιρό θα κάνει.

  • Η θάλασσα ‘ναι γαλανή μα ο αέρας τη μαυρίζει.

  • Η ιστορία επαναλαμβάνεται.

  • Η ισχύς εν τη ενώσει.

  • Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.

  • Η καλή καρδιά με θρέφει, η κακή με ξεριζώνει. (Ποντιακή)

  • Η καλή μέρα, απ’ το πρωί φαίνεται.

  • Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά.

  • Η καλή νοικοκυρά πριν πεινάσει μαγειρεύει.

  • Η κότα έκανε τ’ αυγό ή το αυγό την κότα;

  • Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.

  • Η νύφη μας την ομορφιά στην κεφαλή την έχει.

  • Η νύφη όντας γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.

  • Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη.

  • Ἡ οὐσία εἶναι μία καὶ ὁ μπακλαβὰς γωνία

  • Ή παπάς-παπάς, ή ζευγάς-ζευγάς.

  • Η πείνα κάστρα πολεμάει και κάστρα παραδίνει.

  • Η πίστωση απόθανε (η κακοπληρωμή τη σκότωσε).

  • Η πολλή αγάπη φέρνει και πολλή αμάχη.

  • Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.

  • H πονηρή αλεπού πιάνεται απ’ τα τέσσερα.

  • Η πουτάνα θέλει να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει.

  • Η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά.

  • Η σκύλα από τη χαρά της τα ‘κανε στραβά τα κουτάβια.

  • Ή στραβός ειν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.

  • Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς

  • Η τέχνη θέλει μάστορη κι η φάβα θέλει λάδι.

  • Η τιμή τιμή δεν έχει και χαράς ‘τον που την έχει.

  • Η τρέλα δεν πάει στα βουνά.

  • Η τύχη τρυπάει κεφάλια και περάει. (Ποντιακή)

  • Η φτήνια τρώει τον παρά.

  • Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.

  • Η φτώχεια θέλει καλοπέραση κι πουτανιά φτιασίδι, το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι.

  • Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει.

  • Ήθελές ‘τα κι έπαθές ‘τα.

  • Ήθος ανθρώπω δαίμων.

    • Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι η μοίρα του.

  • Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί. Ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι. Ήλιος και χιόνι, παντρεύονται οι αρχόντοι.

  • Ήρθαν τ’ άγρια να διώξουν τα ήμερα.

  • Ήρθε ο Αύγουστος, πάρε την κάπα σου.

  • Ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάϊδαρος κι αποστράβωσε.

  • Ηύραμεν ζουρλόν παπάν, καί ολημέρα ψάλλωμεν.

Θ

  • Θα γελάσει το παρδαλό κατσίκι.

  • Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός. (Αδόκιμη ως παροιμία. Παράφραση της παρακάτω χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση και πίστη σε καλύτερες καταστάσεις).

    • Θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός.

  • Θα κλάψουνε μανούλες!

  • Θα κρατήσουν όσο της Λαμπρής τ’ αυγά.

  • Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνή, κακὰ τρία.

    • Θάλασσα και πυρ, και γυνή τρίτον κακόν.

  • Θα το βρει η στραβή τ’ αρνί της.

  • Θα το βρει η τάβλα το καρφί της.

  • Θα τον χορέψω στο ταψί.

  • Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.

  • Θεια μου, θεια μου να ‘σαν ξένη, τι δουλειά που ‘θελα γένει.

  • Θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά.

  • Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει.

  • Θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.

    • Θέλει και την πίτα γεμάτη και το σκύλο χορτάτο.

    • Θέλει και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο.

  • Θέλει και το γουρούνι κουδούνι.

  • Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.

  • Θέλεις το φτωχό να σκάσεις: Πες του λίρες να σ’ αλλάξει.

  • Θεός να σε φυλάει από καινούργιο άρχοντα κι από παλιό διακονιάρη.

  • Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος).

  • Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν περιμένουν.

  • Θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά.

  • Θολό πρωί, καθάρια μέρα.

  • Θού Κύριε φυλακή τω στόματί μου. (θρησκευτικό)

  • Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.

  • Θύμωσε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του.

    • Θύμωσε ο καλόγερος κι έκοψε τον πούτσο του.

Ι

  • Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει.

  • Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

    • Λέγεται συνήθως σε εκείνους που καυχώνται για προγενέστερα ανεπιβεβαίωτα κατορθώματά τους και προκαλούνται τώρα να τα επαναλάβουν, για να αποδείξουν ότι δεν λένε ψέματα. Η φράση προέρχεται από τον αισώπειο μύθο «Ανήρ κομπαστής» (Αὐτοῦ γὰρ Ῥόδος καὶ πήδημα).

  • Ιδού ο νυμφίος έρχεται.

    • Λέγεται όταν πρόκειται να επισημανθεί η απροσδόκητη έλευση ενός προσώπου ή γεγονότος που θα κρίνει τελεσίδικα το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας. (Ματθ. ΚΕ’6)

  • Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)!

  • Ιμάτιον Αντισθένους.

    • Λέγεται για κάποιον που καμαρώνει φιλάρεσκα για την δήθεν ταπεινοσύνη του.

  • Ίτε παίδες Ελλήνων.

    • Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων. Φράση από τον Αισχύλο (Πέρσες, 402: «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε»).

  • Ιστορίες για αγρίους είναι αυτά που μου λες..

  • Ίσταται επί ξυρού ακμής.

Κ

  • Καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε.

  • Κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι

  • Καθ’ ενού η πορδή, μόσχος του μυρίζει.

  • Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.

  • Κάθε αρχή και δύσκολη.

  • Κάθε εμπόδιο σε καλό.

    • Κάθε εμπόδιο για καλό.

  • Κάθε θαύμα τρείς μέρες, το μεγάλο τέσσερις.

  • Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

  • Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.

  • Κάθε μέρα δεν είναι Πασχαλιά.

    • Κάθε μέρα δεν είναι τ’ Αϊ-Γιαννιού.

  • Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο.

  • Κάθε σταλαματιά νερό τ’ Απρίλη είναι ένα βαρέλι λάδι.

  • Καθένας με την τρέλα του.

  • Καθένας με τον πόνο του.

  • Καημό που το ‘χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι

  • Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.

  • Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά είναι.

  • Και με τα χίλια στ’ φυλακή και με τα πεντακόσια.

    • Και μ’ εκατό στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.

  • Και το βόλι είναι μικρό, αλλά σκοτώνει και θεριό.

  • Και ο άγιος φοβέρα θέλει.

  • Και οι τοίχοι έχουν αυτιά.

  • Και ‘συ κακό χερόβολο και ‘γω κακό δεμάτι.

  • Και τ’ αυγού το μέσα και τ’ αυγού το έξω. (Ποντιακή)

  • Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα.

  • Και την πορδή σου δύναμη.

  • Καινούργια αγάπη έπιασα, παλιά μου στάσου πίσω.

  • Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σ’ ακουμπήσω.

    • Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω.

  • Καιρός πανιά, καιρός κουπιά.

  • Καιρός παντί πράγματι.

    • Kάθε πράγμα στον καιρό του.

  • Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.

  • Κακή μοίρα έχεις άντρα μου, ούλοι ‘πνιγήκανε και σύ εγλύτωσες.

  • Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.

  • Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.

  • Κακὸς ἀνὴρ μακρόβιος.

  • Κακοῦ κόρακος κακὸν ὠόν.

    • (μεταφορ.) Από κακό δάσκαλο βγαίνει κακός μαθητής.

  • Καλά είν’ τα ρουπακόφυλλα με το ρογί το λάδι.

    • Καλά είν’ τα πλατανόφυλλα με το ροΐ το λάδι.

  • Καλά είν’ τα φαρδομάνικα, μα είν’ για δεσποτάδες.

  • Καλή ζωή, κακή διαθήκη.

  • Καλιμασιά και Νένητα, Πυργί και Βερβεράτο αυτά τα τέσσερα χωριά βάζουν τη Χίο κάτω. (Χιώτικη)

  • Κάλλια εφτά στον πισινό, παρά μια στην κεφαλή.

  • Κάλλια ‘χω να με βλαστημούν, παρά να με λυπούνται.

  • Κάλλιο αργά παρά ποτέ.

  • Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.

  • Κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ’ αλώνι.

  • Κάλλιο μια πορδή (ενν.: να αφήσω) παρά ένα ασκί άντερα (ενν.: να χάσω).

  • Κάλλιο ‘νας φρόνιμος οχτρός παρά ‘νας φίλος παλαβός. (Κεφαλονίτικη)

  • Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει.

  • Κάλλιο πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα.

  • Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία.

    • Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία. Περίφημη φράση της Θεοδώρας στον Ιουστινιανό σε κρίσιμη στιγμή.

  • Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.

  • Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.

  • Κάλλιο στο παλούκι, πάρα σώγαμπρος. (Αρκαδία)

  • Καλό γιατρό, καλό φίλο.

  • Καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας.

  • Καλόμαθε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλα.

    • Καλόμαθε η γριά στα σύκα, κι όλη μέρα τα εζήτα.

  • Καλομελέτα κι έρχεται.

    • Κακομελέτα κι έρχεται.

  • Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά. Καλογέροι για φαΐ, όλοι εδώ οι ορφανοί.

  • Καλός καλό ‘κε θωρεί, κακός κακό ‘κε βλέπει. (Ποντιακή)

  • Καλοχαιρέτα τον πεζό όταν καβαλικέψεις, για να σε χαιρετά κι αυτός όταν θα ξεπεζέψεις.

  • Καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.

    • Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.

  • Καναπίτσα δωσαμε, καναπιτσόσπορο πήραμε.

  • Κάνε Γιάννο μ’ τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θειά σου.

  • Κάνε με ξανά γαμπρό, να δεις πως καμαρώνω.

  • Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.

  • Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.

  • Κάνε φίλο το χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι.

  • Κάνεις το χωριάτη φίλο; Κράτα και κομμάτι ξύλο.

  • Κανένας δεν άγιασε στον τόπο του.

  • Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.

  • Καράβι που αργεί σκατά είναι φορτωμένο.

  • Κάτα σο κρέας κι έφτασεν και είπεν: Παρασκευή έν’. (Ποντιακή)

  • Κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα.

    • Κατά μάνα κατά κόρη κατά γιος και θυγατέρα.

    • Κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα).

  • Κατά μάνα κατά κύρη κάνανε και γιο ζαφείρι.

  • Κατά που μου ψάλλεις, σου κανοναρχώ.

  • Κατά τ’ αγώι κι ο αγωγιάτης.

  • Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του.

  • Κατά φωνή κι ο γαίδαρος.

  • Κάτι τρέχει στα γύφτικα.

  • Κι αλευρωμένος να ‘ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.

  • Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.

  • Κι ο άγιος φοβέρα θέλει.

  • Κίνησε ο Εβραίος για το παζάρι κι έλαχε μέρα Σάββατο.

  • Κλαίγοντ’ οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες.

    • Κλαίν’ οι χήρες, κλαιν’ οι παντρεμένες, κλαιν’ κι αυτές που ‘χουν από δυό.

  • Κλάφ’τα, Χαράλαμπε.

  • Κλείδα την πόρτα σου και το γείτονά σου κλέφτα μη πιάνεις. (Ποντιακή)

  • Κλωτσιούνται τ’ άλογα και την πληρώνουν τα γαϊδούρια.

  • Κοιμίσου και παρήγγειλα.

  • Κόκκινα γένια, μάτια γαλανά, καρδιά του Ιούδα, ψυχή του σατανά.

  • Κολοκύθια με τη ρίγανη.

    • Κολοκύθια στο πάτερο.

  • Κομίζει γλαύκα ες Αθήνας.

  • Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

  • Κοντά στο νου κι η γνώση.

  • Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη. (Αρκαδία)

  • Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή σαλαμπαντάνα.

  • Κοντός ψαλμός αλληλούια.

  • Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.

  • Κόρακος εξελεύσεται «κρα».

  • Κόρακας να σε πιάσει. (το λέμε όταν βήχει πολύ κανείς)

  • Κορώνας το μάτι γυαλίζει, θαρρούν ένι όλο άλειμμα. (Ποντιακή)

  • Κοσμοκράτορας γίνεσαι, πλην στομοκράτορας ‘κι επορείς. (Ποντιακή)

  • Κότα πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.

  • Κουκκί το κουκκί γεμίζει το σακί.

  • Κουκκιά μετρημένα.

  • Κούνια που σε κούναγε…

  • Κουτσοί, στραβοί στον άγιο Πανταλεήμονα.

  • Κρασί σε πίνω για καλό και συ με πας στο βράχο.

  • Κράτα με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε το βουνό.

  • Κρένω ‘γω τσαμπουνίζει κι ο άντρας μου.

  • Κρυώνει σα γύφτος.

  • Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

  • Κυρά μου κοίτα τον άντρα σου και κόψε τη φορεσιά σου.

  • Κυριακή κοντή γιορτή.

  • Κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος. (σκωπτικό-χιουμοριστική)

    • Κώλος χεσμένος, γιατρός κλασμένος.

  • Κωλος μαθημενος δεν ξεχναει ο καημενος

Λ

  • Λαγός την φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.

    • Λαγός τη φτέρη εκούναγε, κακό της κεφαλής του.

  • Λάδι βρέχει, κάστανα χιονίζει.

  • Λάδια πολλά κι από τηγανήτα τίποτα.

  • Λάθε βιώσας. (Επίκουρος)

    • Ζήσε στην αφάνεια.

  • Λαός ‘ξαγριεμένος, φουρτουνιασμένη θάλασσα.

  • Λάχανα ‘ς τη μάνα μου,λάχανα ‘ς τον άντρα μου, κάλλια ήταν ‘ς μάνα μου.

  • Λέγε λέγε το κοπέλι κάνει την γριά και θέλει.

  • Λείπ’ ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.

  • Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;

  • Λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι.

  • Λίγα είναι τα ψωμιά του.

  • Λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει.

    • Λιθάρι που κυλάει δε μαλλιάζει.

  • Λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένα.

  • Λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο

  • Λόγο είπα, λόγγο δεν έκοψα! (Αρκαδία)

  • Λύσε δέσε το γουρούνι, μακρυσκοίνησε την κλώσσα, πέρασε η μέρα. (Αρκαδία)

Μ

  • Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.

  • Μ’ ευγενικόν κουβέντιαζε, και ξόδευε το βιος σου. (Κεφαλονίτικη)

  • Μάζευε κι ας είν’ και ρώγες.

  • Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

  • Μαζί με τη γαρυφαλιά ποτίζεται κι η γλάστρα.

    • Μαζί με το βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα.

  • Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε.

    • Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε.

  • Μάη μήνα μη φυτέψεις, Μάη μη στεφανωθείς, Μάη μήνα μη δουλέψεις, Μάη μη ταξιδευτείς.

  • Μάη μου, καλέ μου μήνα, νά ’σουν δυο φορές το χρόνο!

  • Μάης άβροχος μούστος άμετρος.

    • Μάης άβροχος χρονιά ευτυχισμένη.

  • Μάης βρεμένος μούστος μετρημένος.

  • Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι. (σκωπτικό-χιουμοριστική)

  • Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα.

  • Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ’ τηνε.

    • Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν φτωχύνεις πιάσ’ τηνε.

  • Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια.

  • Μαθημένο είναι το αρνί να του παίρνουν το μαλλί.

  • Μακάρι σαν τον Αύγουστο να ‘ταν οι μήνες όλοι.

  • Μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι.

  • Μαλλώνουν σαν τα κοκκόρια.

  • Μάνα είναι μόνο μία.

  • Μαριγούλα Μαριγώ, κι αν δε με θες, να κι εγώ!

  • Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.

    • Μάρτ’ς, γδάρτ’ς, ουρθοχέστ’ς, παλουκοκαύτης.

  • Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρόταν.

  • Μας έμαθαν οι Κρητικοί πως είμαστε Χανιώτες.

  • Μας περίσσεψε η ρίγανη, τη βάλαμε και στα σκατά.

  • Μάστορας και μαθετής, τύφλα να ‘χουνε κι οι τρεις. (Ποντιακή)

  • Μάτι αετού.

    • Μάτι αστρίτη, Μάτι γερακιού.

  • Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.

    • Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

  • Μαύρη μοίρα που ‘χεις άντρα, όλοι παν και δε γυρίζουν εσύ πας κι έρχεσαι.

  • Μαύρο φίδι που σ΄έφαγε. (Σε περιμένουν δεινά)

  • Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λαμβάνεις.

  • Με ήλιο τά ’βγαζα, με ήλιο τά ’βαζα, τι έχουν τα έρμα και ψοφάν;

  • Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.

  • Με πορδές δε βάφονται αυγά.

  • Με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίσεις.

  • Με το ζόρι, παντρειά δε γίνεται.

  • Με το νου πλουταίν’ η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα. (Αρκαδία)

  • Με το στόμα μπάρα-μπάρα με τα χέρια κουλαμάρα. (Αρκαδία)

  • Με το στανιό ο σκύλος μαντρί δε φυλάει. (Αρκαδία)

  • Με τον ήλιο τα μπάζω, με τον ήλιο τα βγάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;

  • Με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου.

  • Με τους μικρούς μικρός, με τους μεγάλους μεγάλος.

  • Με χόρτασε η μάνα μου, μα σαν τα χέρια μου όχι.

  • Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες.

  • Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις.

  • Μεγαλώνει το γομάρι και κονταίνει το σαμάρι.

  • Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!

  • Μερεμέτα και σκαπέτα. (Αρκαδία)

  • Μεσιακό γαϊδούρι, το τρώει λύκος.

  • Μεταξύ κύλικος και χειλέων πολλά πέλει (μεταφραση : Μέχρι να φέρεις το ποτήρι στα χείλη πολλά μπορεί να συμβούν)

  • Μέτρα μηλιά τα μήλα σου.

  • Μετρημένα κουκκιά.

  • Μετρημένα τα λουκάνικα κι αμέτρητες οι μέρες.

  • Μέτρον άριστον.

  • Μη βροντήξεις ξένη πόρτα και βροντήξουν τη δική σου.

  • Μη δεις ψηλό και φοβηθείς, κοντό κι αναθαρρέψεις.

  • Μη θωρείς με πως κουτσαίνω, δες την ίσια μου τη μοίρα.

  • Μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε.

  • Μη με κοιτάς στο γύρισμα, γυρίζω παλικάρι να με κοιτάς στο λιόκρισμα που σπάω το λιθάρι. (Αρκαδία)

  • Μη μου τους κύκλους τάραττε. (Αρχιμήδης)

  • Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα. (Αρκαδία)

  • Μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.

  • Μη χείρον βέλτιστον.

  • Μηδέ χελιδόνας εν οικία δέχεσθαι.

  • Μηδέν άγαν.

    • Τίποτε σε υπερβολή.

  • Μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης.

  • Μην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα.

  • Μην κακολογάς το σπίτι σου, μην πέσει και σε πλακώσει!

  • Μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι.

  • Μην το πεις ούτε του παπά.

  • Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.

  • Μήνα που δεν έχει “ρ”, βάλε στο κρασί νερό.(Κρητική)

  • Μη στάξει η ουρά του ποντικού, και λερωθεί το λάδι.

  • Μητ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο μήτε το γάιδαρο αφήνει.

  • Μία αλεπού κοψονούρα όλες τις θέλει κοψονούρες. (Αρκαδία)

  • Μια ζωή χρωστάμε ούλοι μας. (Κεφαλονίτικη παροιμία)

  • Μία σου και μία μου.

  • Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.

  • Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα.

    • Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και τον επιάσανε.

  • Μια χαρά και δυο τρομάρες.

  • Μικρόν κώλον δεν έδειρες, μέγαν μη φοβερίζεις.

  • Μικρό-μικρό τ’ αλώνι μου, να ’ναι μοναχικό μου.

  • Μικρό μουνί, μεγάλο γαμήσι.

  • Μικρό κώλο δεν έδειρες, μεγάλος δε σε φοβάται.

  • Μικρός-μικρός δεν έμαθες, μεγάλος μην ελπίζεις.

  • Μικρός που είναι ο κόσμος!

  • Μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι.

  • Μουνότριχα τραβάει (και) καράβι.

  • Μούντζω κατά του Κουρουνιού, σπάσανε οι μπογάνες. (Αρκαδία)

  • Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.

  • Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι.

  • Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

  • Μπρος στα κάλλη τι ‘ναι ο πόνος;

  • Μπρος στα πλούτη τι ‘ναι τα κάλλη ;

  • Μπρος στην αναβροχιά, καλό ειν’ και το χαλάζι.

  • Μολών λαβέ.

  • Μοναχός σου χόρευε κι’ όσο θέλεις πήδα.

  • Μονάχος μήτε στον παράδεισο.

  • Μόνο του σπανού τα γένια δε φυτρώνουν.

  • Μού ’κανες τη μέρα δάκρυ και τη νύχτα συμφορά.

  • Μυρίζει μπαρούτι.

  • Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι.

Ν

  • Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν. (Αρκαδία)

  • Ν’ απλώνεις τα πόδια σου όσο φτάνει το στρώμα σου.

  • Να ‘καναν οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά.

  • Να ζήσει όποιος μ’ έβρισε, να σκάσει όποιος μου το ‘πε.

  • Να καβούρους, δώσ’ μου αλεύρι.

    • Να λιλί, δώσ’ μου τσιτσί.

  • Να λείπει το βύσσινο!

    • Να μένει το βύσσινο!

  • Νάμουν το Μάη γάϊδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλους τους μήνες κόκκορας και γάτος το Γενάρη

  • Να ξαναγενόμουν νύφη, θα ‘ξερα να προσκυνήσω.

  • Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι.

    • Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι.

  • Να σηκωθεί ο άνθρωπος να κάτσει ο γάιδαρος.

  • Να σωπάσει ο άνθρωπος να μιλήσει το γαϊδούρι.

  • Να ‘ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη.

  • Νά ‘ταν η ζήλεια ψώρα θα ξυνόταν όλη η χώρα!

    • Νά ‘ταν η ζήλεια ψώρα, θα γέμιζ’ όλ’ η χώρα.

  • Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει.

  • Να ‘χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτρας μοίρα. (Αρκαδία)

  • Να ‘χαμε τραχανά και λάδι, να μας έδινε η γειτόνισα τον τέτζερη.

  • Να ‘χαν οι κουρούνες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.

  • Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει.

  • Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.

  • Νιός ήμουν και γέρασα.

    • Ήμουνα νιός και γέρασα.

  • Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν.

    • Να ξεπλύνεις τις αμαρτίες σου, όχι μόνον το πρόσωπό σου. Είναι η περίφημη καρκινική επιγραφή (δηλ. φράση που διαβάζεται από την αρχή και από το τέλος το ίδιο) που είχε χαραχθεί στο ναό της Αγ.Σοφίας.

  • Νοέμβρη νόγα κι έσπερνε, ξερά – χλωρά πελέκα.

  • Νους ορά και νους ακούει.

  • Nους υγιής εν σώματι υγιεί.

    • Ένα υγιές πνεύμα προϋποθέτει ένα υγιές σώμα.

Ξ

  • Ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι.

  • Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις.

    • Όταν είσαι ξένος ν’ ακολουθείς τους νόμους της χώρας που σε φιλοξενεί.

  • Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος.

    • Το ξίφος πληγώνει το σώμα, τον νού ο λόγος.

  • Ξύδι χάρισμα, γλυκό σαν μέλι.

  • Ξύλον αγκύλον ουδέποτ’ ορθόν.

  • Ξυπνήσανε τα τούβλα και σφυράνε από τις τρύπες.

Ο

  • Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.

  • Ο ανήφορος φέρνει κατήφορο.

  • Ο άνθρωπος ότι μπορεί κι ο Θεός ότι θέλει.

  • Ο αποθανών δεδικαίωται.

    • Οι τεθνεώτες δεδικαίωνται.

  • Ο Απρίλης ρίχνει τη δροσιά κι ο Μάης τα λουλούδια.

  • Ο άρρωστος θέλει γιατρό κι ο πεθαμένος κλάμα.

  • Ο βήχας, ο έρωτας και τα λεφτά δεν κρύβονται.

    • Ο βήχας, ο έρωτας και ο παράς δεν κρύβονται.

  • Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.

  • Ο γάιδαρος είν’ γάιδαρος και ας φορεί και σέλα.

  • Ο γάτος κι ο καλόγερος πολυαγαπούν το ψάρι, κι η παντρεμένη το φιλί, κι η λεύτερη το χάδι.

  • Ο γέγονε, γέγονε.

    • Ό,τι έγινε, έγινε. (Πβ.Ιω.ΙΘ’22)

  • Ο Γενάρης δεν γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά.

  • Ο γέγραφα γέγραφα.

    • Ότι γράφει δεν ξεγράφει.

  • Ο γραμμάτων άπειρος ου βλέπει βλέπων.

    • Ο αγράμματος είναι στην ουσία τυφλός.

  • Ο δέ ψευδής λόγος γίνεται παρά το πρώτον ψέυδος.

  • Ο δικηγόρος ναν΄παλιός και ο γιατρός σου νέος.

  • Ο έρως χρόνια δεν κοιτά.

  • Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.

  • Ο θάνατός σου η ζωή μου.

  • Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.

    • Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη, μα σαν τον νοικοκύρη, όχι.

  • Ο θεός βλέπει βουνά και ρίχνει χιόνι.

  • Ο θεός έφκιασε τον κόσμο κι είπε: “Οπόχει μυαλό ας πορεύεται.” (Κεφαλονίτικη )

  • Ο θεός οικονομάει κι ο διάολος τα χαλάει.

  • Ο καθένας για λόγου του κι ο θεός για όλους. (Κεφαλονίτικη)

  • Ο καθένας με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.

  • Ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει. (από Μακεδονία)

  • Ο καιρός είναι γιατρός.

  • Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος. (Βυζαντινή)

  • Ο κανατάς όπου θέλει κολλάει τα χερούλια. (Κεφαλονίτικη)

  • Ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει.

  • Ο καλός καλό δεν έχει.

  • Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.

    • Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται.

  • Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.

  • Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.

  • Ο κερατάς το μαθαίνει πάντα τελευταίος.

  • Ο κλέψας του κλέψαντος.

  • Ο κόσμος τό ‘χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι.

  • Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.

  • Ο κουτσός με το ‘να πόδι δίνει μια και πάει στην Πόλη.

  • Ο Κρητικός δεν ξέρει από θάλασσα.

  • Ο λόγγος δεν εφοβήθει το τσεκούρι μα το στειλιάρι. (Αρκαδία)

  • Ο λύκος δε βρωμίζει τη φωλιά του.

  • Ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη.

  • Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμην άλλαξε μήτε την κεφαλήν του.

  • Ο λύκος σαν γεράσει, μασκαράς των σκυλιών γίνεται.

  • Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.

    • Ο λύκος στην αντάρα χαίρεται.

    • Στην αντάρα τρέχει ο λύκος.

  • Ο Μάης έχει τ’ όνομα ο Απρίλης τα λουλούδια.

  • Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε και πάλι ξαναχιόνισε.

  • Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει.

  • Ο Μάρτης ώρα βρέχει και χιονίζει κι ώρα μαρτολουλουδίζει.

  • Ο μέν λόγος θαυμαστός, ο δέ λέγων άπιστος.

  • Ο μη δαρείς ου παιδεύεται.

    • Αν δε φάει κανείς ξύλο δε μαθαίνει γράμματα.

  • Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω.

  • Ο μπακάλης αν μπαταξιάνει, τα παλιά τεφτέρια πιάνει.

    • Όποιος δεν εργάζεται δεν πρέπει να τρώει. (Πβ. Παύλ. Τιμόθ. Γ’10)

  • Ο μη ων μεθ’ ημών καθ’ ημών (εστί).

    • Όποιος δεν είναι με το μέρος μας είναι εναντίον μας. (Πβ. Ματθ. ΙΒ’30)

  • Ο νοικοκύρης είναι το αλάτι του σπιτιού.

  • Ο νόμος είναι νόμος.

  • Ο ξυπόλυτος είδε τον κουτσό και παρηγορήθηκε.

  • Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του.

  • Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.

  • Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.

  • Ο πλούσιος έχει την τιμή, ο πλούσιος και τη δόξα.

  • Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται.

  • Οποιος περιμένει απ΄τη γειτονιά γεύεται μα δε δειπνά. (Ζάκυνθος)

  • Ο που αγάλι-αγάλι περπατεί μακριά μπορεί να πάει.

  • Ο που έχει κόρη ακριβή, του Μάρτη ο ήλιος μην τη δει.

  • Ο που καβαλάει ξένο άλογο, μεσοδρομίς πεζεύει.

  • Ο που ζυγιέται στους γκρεμούς βουνά μην ανεβαίνει.

  • Ο σκισμένος το σκίσιμο δεν το φοβάται. (Αχαΐα)

    • Ο σκισμένος κι’ αν σκιστεί πόνο δεν θα αισθανθεί. (Αχαΐα)

  • Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

  • Ο σπόρος κι ο παράς, αν δεν σκορπιστούν δεν αυγαταίνουν.

  • Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς. (Αρκαδία)

  • Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.

    • Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα σαν τύχει και θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει.

  • Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό.

  • Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ’ ένα τραπέζι σμίγει.

  • Ο χειρότερος κουφός είν’ αυτός που δε θέλει ν’ ακούσει.

  • Ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά.

  • Ο χορός καλά κρατεί.

  • Ο ψεύτης κι ο κλέφτης το πρώτο χρόνο χαίρονται.

  • Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους. (αρχαιοελληνικό ρητό)

  • Οι ακαμάτρες κι οι χαζές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστική)

    • Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστική)

  • Οι γύφτοι τα μαλώματα για πανηγύρια τά ‘χουν

  • Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα.

  • Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.

  • Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες.

  • Οι μούτσοι που γαμούσαμε ‘γίναν καπεταναίοι. (σκωπτικό-χιουμοριστική)

  • Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.

  • Οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι.

  • Οι πολλοί μάγειροι τη χαλάν τη σούπα.

  • Οι Χιώτες πάνε δυο-δυο.

  • Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες.

    • Οκτώβρη και δεν έσπειρες, στάρι μην περιμένεις.

  • Όλα εδώ πληρώνονται.

  • Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα.

  • Όλα τα πουλιά μισεύουν, οι κοράκοι μόνο μένουν.

  • Όλα τα φαντάσματα, του ύπνου αναγελάσματα.

  • Όλα τά ‘χε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε.

  • Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.

  • Όλες οι μέρες είναι του Θεού.

  • Όλο το αβγό στην πίτα.

  • Όλοι κλαίνε τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι.

  • Όλοι οι καλοί μαζί, κι ο ψωριάρης χώρια.

    • Όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.

    • Όλοι όλοι αντάμα κι ου ψώριαβος αχώρια.

  • Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε.

  • Όμοιος ομοίω αεί πελάζει.

  • Όμοιος τον όμοιο αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει.

  • Όμοιος τον όμοιο και η κοπριά τα λάχανα.

  • Όμοιος τον όμοιο γύρευε, πουτάνα την πουτάνα, κι ο κερατάς τον κερατά να περπατούν αντάμα.

  • Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.

  • Ομορφιά χωρίς χάρη, αγκίστρι χωρίς δόλωμα.

  • Όνομα και μη χωριό.

  • Όντες θέλει να χαλάσει ο θεός το μέρμυγκα, του βάνει φτερά και πετάει. (Κεφαλονίτικη)

  • Ονείρατα μοι λέγεις.

  • Όπερ έδει δείξαι.

  • Όπερ και εγένετο.

  • Όποιος αγάλια περπατεί, πολύ μακριά πηγαίνει.

  • Όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντα αλέθει.

  • Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.

  • Όποιος βγάνει και δε βάνει, γρήγορα στον πάτο φτάνει.

  • Όποιος γελάει τη γη κι η γης τόνε γελάει.

  • Όποιος γίνεται πρόβατο τον τρώει ο λύκος.

  • Όποιος γυρίζει, μυρίζει κι όποιος κάθεται, βρωμάει.

  • Όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.

  • Όποιος δε θέλει κούρταλα, στο χαλκιδειό δεν πάει.

  • Όποιος δε μιλεί τον θάφτουν.

  • Όποιος δεν έχει μαυρομάτα, φιλάει την τσιμπλομάτα.

  • Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια.

  • Όποιος δεν κάνει τρέλες στα νιάτα του, τις κάνει στα γεράματά του.

  • Όποιος δεν τιμάει τη γυναίκα του, την κάνει άτιμη.

  • Όποιος διαβάζει με τ’ αρχίδια, γαμάει με τα μάτια. (για την πρεσβυωπία)

  • Όποιος διάβολο αγόρασε, διάβολο πουλάει.

  • Όποιος είν’ έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.

  • Όποιος έκανε γούμενος έκανε και κελάρης.

  • Όποιος έχει μαχαίρι τρώει πεπόνι.

  • Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα.

  • Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.

  • Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.

  • Όποιος θέλει ν’ αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει, θέλει άσπρα να ξοδιάσει και να μη τα λογαριάσει.

  • Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα.

  • Όποιος καεί απ’ το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.

    • Όποιος καει στο κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι.

  • Όποιος καμαρώνει γι’ αφεντιά, πρέπει κι αφέντης να ‘ναι.

  • Οποίος κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται τις πορδές του.

  • Όποιος κοροϊδεύει, κοροϊδεύει τον εαυτό του.

  • Όποιος μπλέκει με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.

    • Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.

  • Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.

    • Όποιος στα σκότη περπατεί, σε λάσπες και σκατά πατεί.

  • Όποιος ξένο σκύλο θρέφει, μόνο το λουρί του μένει.

  • Όποιος πίνει βερεσέ, δυο φορές μεθάει.

  • Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, ένα μπαίνει στον κώλο του.

  • Όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε.

  • Όποιος σκάβει το λάκκο του άλλου πέφτει ο ίδιος μέσα.

  • Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες.

  • Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη έχει τρεις σωρούς τ’ αλώνι.

  • Όποιος στα είκοσι δεν έχει νου, στα τριάντα ας μην προσμένει.

  • Όποιος στην ξέρα περπατεί και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος οπίσω του κουκιά του μαγειρεύει.

  • Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει, κι όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει.

  • Όποιος φεύγει απ’ το μαντρί, τον τρώει ο λύκος.

  • Όποιος φυλάει τα ρούχα του, του μένουν τα μισά.

  • Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη.

  • Όπου αγάλι-αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει.

  • Οπου αγαπάς κατούρησε και όπου μισείς χτενίσου και όπου πολύ-πολύ μισείς, κάτσε κι απονυχίσου.

  • Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.

  • Όπου βλέπεις μάσα, κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο, τρέχα.

  • Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη.

  • Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.

  • Όπου δεν τα βγάζει πέρα ο διάολος μοναχός του, στέλνει τη γυναίκα.

  • Όπου είσαι ήμουνα, και όπου είμαι θά’ρθεις (ή θα φτάσεις).

  • Όπου έχει δυο αγαπητικές χαρά έχει μεγάλη, γιατί όταν μαλώνει με τη μια κινάει και πάει στην άλλη.

  • Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει.

    • Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.

  • Όπου ‘ναι καλορίζικος γεννάει κι ο κοκοράς του.

  • Όπου πάνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.

  • Όπου πεθαίνουνε πολλοί, θάνατο μη φοβάσαι.

  • Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά.

  • Όπου φτύνουν πολλοί μαζί, κυλάει ποτάμι.

  • Όπου φτωχός κι η μοίρα του.

  • Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς.

  • Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.

    • Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα λέει αγουρίδες.

  • Όσα είπαμε, νερό κι αλάτι.

  • Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.

  • Όσα φέρνει η ώρα δε τα φέρνει ο χρόνος.

    • Όσα φέρνει η ώρα, ΔΕΝ τα φέρνει ο χρόνος.

    • Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή.

  • Ορθιο το φεγγαράκι ξαπλωτός ο βαρκάρης.

  • Όσες πράσινες φοράδες, τόσες καλοπεθεράδες.

  • Όση ώρα μίλαγες πατέρα, ξέρεις πόσες μύγες έχαψε ο σκύλος; (Αρκαδία)

  • Οσο αραιά είναι τα σκόρδα τόσο χοντραίνουνε (Κρήτη)

  • Ὅσον ζῇς φαίνου /μηδὲν ὅλως σὺ λυποὺ· /πρὸς ὀλίγου ἐστὶ τὸ ζῆν. /τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ.

  • Όσο καθίζει ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει.

  • Όσο κι αν γέρασε ο Χριστός πέντε θαύματα τα κάνει.

  • Όσο πίν’ η πεθερά μας τόσο μας καλοχαιρετάει.

  • Όσος είσαι πάντα φαίνου και κομμάτι παρακάτω.

  • Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου. (Αρκαδία)

  • Όταν ανακατώσεις τα σκατά, βρωμάνε.

    • Όσο σκαλίζεις τα σκατά, βρωμάνε περισσότερο.

  • Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι.

  • Όταν γελάς μη σκεύτεσαι, μα όταν κλαις το ίδιο.

  • Όταν δεις ακρίβεια, καρτέρειε και τη φθήνεια.

  • Όταν δεν μπορεί να δείρει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι.

  • Όταν διψάει η αυλή σου νερό έξω μη χύσεις.

  • Όταν ευρείς το φόρτωμα πληρώσου το κουρμέκι.

  • Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.

  • Όταν θέλεις να φτιάξεις πορτοκαλάδα, θέλεις πορτοκάλια. Άσχετα αν οι πατάτες είναι πιο φθηνές.

  • Όταν θέλω εσύ δεν θέλεις, τώρα που δεν θέλω, θέλεις, μάθε τώρα, που δεν θέλω, για να θέλεις, όταν θέλω.

  • Όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο.

  • Όταν κλείνει μια πόρτα, κλείνει κι ένα παράθυρο.

  • Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μας γυρεύει.

  • Όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια.

  • Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια Ο ΘΕΟΣ γελάει!!!

  • Όταν ο μήνας δεν έχει ρώ (ρ) το κρασί θέλει νερό.

  • Όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, το ένα απ’ τα δύο θα σπάσει.

  • Όταν ψοφήσουν τ’ άλογα, έχουν τιμή τα γαϊδούρια.

  • Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

  • Ό,τι δίνεις παίρνεις.

  • Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.

  • Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει.

  • Ού γαμείς άν νούν έχης (Μένανδρος στους Δειπνοσοφιστές/επιτομή του Αθήναιου του σοφιστή).

  • Ου γαρ έρχεται μόνον (το γήρας).

  • Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ.

    • Ο Ιπποκλείδης δε δίνει δεκάρα (δηλ. δεν τον νοιάζει). Θουκυδίδης, Ιστορίαι 6.129.

  • Ουδείς αναντικατάστατος.

  • Ουδείς εκών κακός.

    • Κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του (μία από τις βασικότερες διδαχές του Σωκράτη).

  • Ουδείς μωρότερος των ιατρών, αν δεν υπήρχαν οι διδάσκαλοι.

  • Ουδείς χειρότερος εχθρός από τον ευεργετηθέντα φίλο.

  • Ουδέν κακόν αμιγές καλού.

  • Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.

  • Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον.

    • Δε με αφήνει να κοιμηθώ (να ησυχάσω) η νίκη του Μιλτιάδη. Είναι η περίφημη φράση που έλεγε ο Θεμιστοκλής μετά τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Άλλοι την αποδίδουν στη φιλοδοξία και στη ζήλεια του Θεμιστοκλή, και άλλοι στην ανησυχία και στον φόβο του ότι οι βάρβαροι θα ξαναχτυπούσαν σύντομα την Ελλάδα, όπως το διορατικό του δαιμόνιο διέβλεπε.

  • Ουκ εν τω Άδη μετάνοια.

  • Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ᾿ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ.

  • Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος.

    • Ο άνθρωπος δεν αξίζει να ζει μόνο για την υλική τροφή του.

  • Ούτε γάμος δίχως κλάματα, ούτε κηδεία δίχως γέλια.

  • Ούτε γάτα ούτε ζημιά.

  • Ούτε γης ούτε ουρανού άπτεται.

  • Ούτε κρύο ούτε ζέστη.

  • Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις.

  • Όύτε ψύλλος στον κόρφο του (δε θά ‘θελα νά ‘μαι).

  • Οὖτις ἐμοὶ γ’ ὄνομα. (Οδυσσέας στον Πολύφημο)

    • Κανένας είναι τ’ ονομά μου.

  • Ού το εράν νόσος, αλλά το μη εράν.

  • Ουκ αντιλέγοντα δέι τόν αντιλέγοντα πάυειν, αλλά διδάσκειν – ουδέ γάρ τόν μαινόμενον αντιμαινόμενός τις ιάται.

  • Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.

  • Όψιμος γιος δε θα γνωρίσει πατέρα. (Βυζαντινή)

Π

  • Πάθει μάθος.

    • Μαθαίνουμε παθαίνοντας. (Πβ. Αισχ. Αγαμ.177)

  • Παιδιά, σκατά και σύννεφα… δεν πιάνονται. (Χιώτικη)

  • Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.

  • Παλιά μας τέχνη κόσκινο.

  • Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.

  • Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.

  • Παλιό τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί.

  • Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλονίτικη)

  • Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα ‘ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.

  • Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.

  • Παπάς, παπά καλό δε θέλει.

  • Παπάς εγίνεις Κωσταντή; Έτσι το ‘φερ’ η κατάρα.

  • Παπάς στην πόλη, η παπαδιά ‘μολογάει.

    • Ο παπάς απ’ την πόλη, η παπαδιά μολογάει.

  • Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.

  • Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι (σκωπτικό-χιουμοριστική)

  • Πάρ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το.

  • Πάρ’ τη σκούφια σου και βάρα με.

  • Παρ’ τον έναν και χτύπα τον άλλον.

  • Παρ’ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.

  • Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται.

    • Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.

  • Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μέσ’ την πίτα. (Αρκαδία)

  • Πάταξον μεν άκουσον δε.

    • Χτύπησέ με αλλά άκουσέ με. Περίφημη φραση που είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη στο κρίσιμο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.

  • Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.

  • Πεθερά δεν είχα και πεθερά απόκτησα.

  • Πενία τέχνας κατεργάζεται.

  • Πέντε μήνες έναν κόμπο, ένα μήνα πέντε κόμπους.

  • Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.

  • Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

    • Περί ορέξεως ουδείς λόγος.

  • Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ’ η τσίκνα!

  • Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.

  • Περσινά ξινά σταφύλια.

  • Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.

    • Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.

  • Πέσε σύκο να σε φάω.

    • Πέσε πίτα να σε φάω.

  • Πετάγεται σαν την πορδή.

  • Πέτρα που βλέπεις νά’ρχεται, λιγότερο πονάει.

  • Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.

    • Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.

    • Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.

  • Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  • Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.

  • Πιες μόνο νερό, να ’χεις κεφάλι καθαρό.

  • Πίστευε και μη ερεύνα.

  • Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα.

  • Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

    • Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούνι τ’ αρχίδια

  • Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.

  • Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;

  • Πλένε τα ρόδα στο γιαλό, πλένε κι οι καβαλίνες.

  • Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.

  • Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε;

  • Ποιος στραβός δε θέλει το φως του;

  • Πολλά μουνιά τριγύρω μου, στον πούτσο μου κανένα.

  • Πολλές φορές πάει η κολοκύθα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει. (Αρκαδία)

  • Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ’ αρρώστου το κεφάλι.

  • Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.

  • Πονάει δόντι, κόβει κεφάλι.

  • Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;

    • Φαντίνα είναι η πρωτότοκη κόρη, η οποία είχε ιδιαίτερα προνόμια.

  • Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλογριά εις τα θελήματά του.

  • Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.

  • Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.

  • Πράσιν’ άλογα [ή/και] Πράσσειν άλογα.

  • Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.

  • Πρώτα όβασον κι’επεκεί κακάντσον. (Ποντιακή)

  • Πυρ, γυνή και θάλασσα.

  • Πόρδου άκουσμα, σκατού μαντάτο

  • Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ’ οχτρούς του. (Κεφαλονίτικη)

  • Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.

  • Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.

  • Που σου νεύκω που πάεις.

  • Που στύλλον, στύλλον άνεσιν.

    • Κύπριακή, σημαίνει «Καλά ως εδώ, βλέπουμε για αργότερα».

  • Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.

  • Πουτάνας τύχη δε χάνεται.

  • Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά. (υβριστική)

    • Πούτσες μπλε με γκρι κορδέλες.

  • Πούστηδες και παλλικάρια, γίναμε μαλλιά κουβάρια

  • Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.

  • Πώς πάν’ αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.

  • Πώς παν’ τα παιδιά σου κόρακα; Όσο παν’ μαυρίζουν.

    • Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.

Ρ

  • Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.

    • Λέγεται σε περίπτωση που λέγονται ασυναρτησίες ή παράλογοι συλλογισμοί. Ανάλογο: άρες-μάρες κουκουνάρες!

  • Ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.

    • Ράβε, κόβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.

  • Ρε, γαμπρέ, η μύτη σου. Είν’ από το χειμώνα.

  • Ρόδα είναι και γυρίζει.

  • Ρωμιών καυγάς, Τούρκων χαλβάς.

  • Ρώτα με, να σε ρωτώ, να περνούμε τον καιρό.

  • Ρωτώντας πας στην Πόλη.

Σ

  • Σ’ αγαπώ κυρά μ’ να κλαν’ς, μα όχ’ κι αν το παρακάν’ς. (Κοζανίτικη)

  • Σ’ άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.

  • Σ’ ένα καζάνι βράζουμε όλοι.

  • Σ’ έναν δίνουν και δεν παίρνει, άλλον δέρνουν και δε φεύγει.

  • Σ’ όλα τα σπίτια ένας τρελλός, στο δικό μας όλοι.

  • Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο πεθερός.

    • Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο κόσμος όλος.

  • Σακάκι πληρώνεις, σακάκι παίρνεις. Μανίκι πληρώνεις, μανίκι παίρνεις.

  • Σαν αστράφτει και βροντά, δέσε την βάρκα του ψαρά.

  • Σαν θέλει η μοίρα μυλωνάς γίνεται και δεσπότης.

  • Σαν σ’ αρέσει η φάβα σπείρε και κάνα λαθούρι.

  • Σαν σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να ‘χει ο χάρος (Κυθναίικη)

  • Σαν τη μύγα μες στο γάλα.

  • Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.

  • Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει.

  • Σε ξένο γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα.

  • Σε ξένο κώλο εκατό ξυλιές.

  • Σε ξένο φαΐ αλάτι μη ρίχνεις.

  • Σε πήρα για τριαντάφυλλο, κι εσύ βγήκες τσουκνίδα.

  • Σε σκύλο κι αν εμπιστευτείς, σε Φράγκο μην πιστεύεις.

  • Σε τσίμπησε η μύγα τσετσέ; (Είσαι συγχισμένος/η, τσαντισμένος/η)

    • Ποιά μύγα σε τσίμπησε;

    • Τι μύγα σε τσίμπησε;

  • Σ’ όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια.

  • Στ’αρχίδια μας!

    • Στ’αρχίδια μας τα πράσινα!

    • Στ’αρχίδια μας τα γαλανά!

  • Στα στραβά πουλιά ο Θεός χτίζει φωλιά.

  • Σηκωθήκαν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.

  • Σηκωθήκανε τ’αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.

  • Σήμερα κινήσαμε κι αύριο πόσες έχουμε.

  • Σιγά μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου.

  • Σκατά μετά ριγάνεος.

  • Σκατό κι’εν, η γιαγιά μ’ έχεσεν. (Ποντιακή)

  • Σκόρδα στα μάτια σου!

  • Σκύλο που γαβγίζει μη φοβάσαι.

  • Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει.

  • Σκότωνε τρελούς και πλήρωνε τζερεμέδες.

  • Σόι πάει το βασίλειο.

  • Σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια.

    • Καποιανού του χαρίζαν γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.

  • Σπεύδε βραδέως.

  • Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός.

  • Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.

  • Σπίτι χωρίς γυναίκα, εκκλησιά χωρίς παπά.

  • Σπουδαία τα λάχανα!

  • Στάλα τη στάλα το νερό, τρυπάει και το βουνό.

  • Στείλε στους γύφτους να βρεις προζύμι.

  • Στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα.

  • Στεφάνωσε και μπλέτσωσε και βάφτισε και φεύγα.

  • Στη βράση κολλάει το σίδερο.

  • Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ’ το σπίτι αγκάθι. (Αρκαδία)

  • Στη γυναίκα σου και στ’ άλογό σου μην απολάς ποτέ τα γκέμια.

  • Στη χώρα ο νόμος βασιλιάς και στο χωριό η συνήθεια.

  • Στην αναβροχιά καλό είν’ και το χαλάζι.

  • Στην ξαδέρφη και στην θειά μπαίνει πάντα πιο βαθιά.

  • Στην χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς.

    • Στη χώρα των τυφλών, βασιλεύει ο μονόφθαλμος.

      • Στους τυφλούς, βασιλεύει ο μονόφθαλμος.

  • Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες’ στο σπίτι.

  • Στο αγελαδοκούρεμα. (=στις καλένδες)

  • Στο καλάθι δε χωράει, στο κοφίνι περισσεύει.

  • Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί.

  • Στο σκισμένο το σακί, θέλεις βάλε, θέλεις μη.

  • Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.

  • Στολίστει η νύφη κι απόμεινε.

  • Στον άγγελό του νερό δεν δίνει!

    • Δεν δίνει του αγγέλου του νερό.

  • Στον ακάλεστο το γάμο ή διωγμένος ή δαρμένος.

  • Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.

  • Στον καταραμένο τόπο (το) Μάη μήνα βρέχει.

  • Στον τρυγητή σιτάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε.

  • Στου διαόλου τη μάνα.

  • Στου κασίδι το κεφάλι μαθαίνουν οι μπαρμπέρηδες

  • Στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα.

  • Στραβός στραβό οδήγαγε κι ηύραν κι οι δυό το βράχο. (Αρκαδία)

  • Σ’ τσου είκοσι μυαλό, σ’τσου τριάντα βιο και σ’ τσου σαράντα γυναίκα, ειδ’ αλλιώς είτε μυαλό είτε βιος είτε γυναίκα. (Κεφαλονίτικη)

    • Στα είκοσι θα δουλέψεις, στα τριάντα θα κάμεις, στα σαράντα θα ‘χεις. Δε δούλεψες, δεν έκαμες, δεν έχεις.

  • Συν Αθηνά και χείρα κίνει.

  • Συντροφικό γουρούνι ποτέ του δεν παχαίνει.

  • Σφάλμα γιατρού, πεννιά θεού.

  • Σφάξε με Πασά μ’ να αγιάσω.

    • Σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω.

  • Σφούγγισ’ τη μύτη σου γαμπρέ.

    • -Είναι απ’ το χειμώνα.

    • – Σ’ήξερα κι απ’ το καλοκαίρι.

  • Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.

  • Στο φαϊ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.

Τ

  • Τ’ Αγι’ Αντωνιού, τ’ Αϊ Θανασιού, του βλάχαρου ο Χειμώνας. (Αρκαδία)

  • Τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.

  • Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.

    • [ή]: Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό και το καράβι ναύτες

  • Τ’ αργαστήρι θέλει κουτσό νοικοκύρη.

  • Τ’ άλογο το πληγωμένο όταν δει τη σέλλα τρέμει.

  • Τα βόδια τα δένουν απ’ τα κέρατα, τον άνθρωπο απ’ το λόγο του.

  • Τα γενόμενα ουκ απογίγνονται.

  • Τα γέλια θα σου βγουν ξινά.

  • Τα δάνεια δούλους τους ελευθέρουςποιεί.

    • Τα δάνεια μετατρέπουν τους ελεύθερους ανθρώπους σε δούλους.

  • Τα δικά σου αμπέλια φράζε και τα ξένα μη γυρεύεις.

  • Τα είπε χαρτί και καλαμάρι.

  • Τα εν οίκω μη εν δήμω.

    • Τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς.

  • Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.

  • Τα ζώα μου αργά.

  • Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.

  • Τα καλά του Γιάννη θέλουν, μα τον Γιάννη δεν τον θέλουν.

  • Τα λεφτά πάνε στα λεφτά.

  • Τα λέω της πεθεράς, για να τ’ ακούει η νύφη.

  • Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.

  • Τα λόγια σου με χόρτασαν και το ψωμί σου φάτο.

  • Τα μαλώματα οι γύφτοι τα ‘χουν για πανηγύρια.

  • Τα μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.

  • Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους.

  • Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.

  • Τα παθήματα μαθήματα.

  • Τα παθήματα των πρώτων, γεφύρι των δεύτερων.

  • Τα πάχη μου τα κάλλη μου.

  • Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.

  • Τα πολλά πνίγουν τον άντρα και τα λίγα τη γυναίκα.

  • Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.

  • Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες.

  • Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.

  • Τα στραβά μας παραθύρια τα χρυσά φλουριά τα ‘σιάζουν.

  • Τα φαινόμενα απατούν.

  • Τάζω της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι.

  • Τείνω ευήκοον ους.

    • Ακούω με ευνοϊκή διάθεση.

  • Τέρμα τα δίφραγκα.

    • Τέλειωσαν τα ψέματα.

  • Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.

  • Τέτοιος μάστορας, τέτοια τσιράκια.

  • Τη βάψαμε

    • αρχαία: ἡ ναῦς ἔβαψεν (Ευριπίδου “Ορέστης”, στ. 705-707)

      • αντίστοιχη μετάφραση: την κάτσαμε τη βάρκα

  • Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς.

  • Της γυναίκας ο καημός: λούσα, πούτσα και χορός.

  • Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο νά ‘ναι κόρη.

  • Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.

  • Της κοντής ψωλής οι μουνότριχες της φτένε.

  • Της κακιάς ψωλής, της φταίνε οι τρίχες.

    • Της στραβής ψωλής, το μαλλί της φταίει.

  • Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη.

  • Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά.

  • Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.

  • Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;

  • Τι δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις.

  • Τί δύσκολον; Τὸ ἐαυτὸν γνῶναι. (Θαλής)

  • Τί εὔκολον; Τὸ ἄλλῳ ὑποτίθεσθαι. (Θαλής)

  • Τι έχεις γέρο που χορεύεις; Δε μ’ αφήνουν τα δαιμόνια. (Αρκαδία)

  • Τί κοινότατον; Ἐλπίς. Καὶ γὰρ οἳς ἄλλο μηδέν, αὔτη παρέστη. (Θαλής)

  • Τί τάχιστον; Νούς. Διὰ παντὸς γὰρ τρέχει. (Θαλής)

  • Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα!

  • Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια…

  • Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω!

  • Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς, αν δε σε δέρνει ο νους σου.

  • Τι μικρός διάολος, τι μεγάλος διάολος. Κι οι δυο διαόλοι είναι.

  • Τι μπρόκολα τι λάχανα.

  • Τι ‘ναι ο κάβουρας τι ‘ν’ το ζουμί του.

  • Τι να πεθάνεις χωροφύλακας, τι να πεθάνεις ‘νωματάρχης.

  • Τι του λείπει του ψωριάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι.

  • Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί.

  • Τι χοντρό κεφάλι που ‘χεις. Με στενεύει η σκούφια σου.

  • Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει.

  • Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.

  • Το άδικον ουκ ευλογείται.

    • Το άδικο δεν βλογιέται.

  • Το αίμα νερό δε γίνεται.

  • Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.

  • Το βούρκο σαν πετροβολάς, πηδάει και σε λερώνει.

  • Τὸ γὰρ ἡδύ, ἐὰν πολύ, οὐ τι γὲ ἡδύ.

  • Το γαρούφαλο είναι μαύρο μα πουλιέται με το δράμι.

  • Το γινάτι βγάζει μάτι.

  • Το γοργό και χάριν έχει.

  • Το γύφτο κάναν βασιλιά κι’ αυτός γύρευε ρείκια.

  • Το γυαλί κι η τύχη εύκολα τσακίζονται.

  • Τὸ δὶς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ.

  • Το ένα γαιδούρι θέλει ενάμισι.

  • Το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.

    • Το έξυπνο πουλί πιάνεται από τα τέσσερα. (Αρκαδία)

  • Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.

  • Το καλό το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.

  • Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.

  • Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.

  • Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.

  • Το μαγκούφι το κρασί, την καρδούλα μου τη σείει. (Αρκαδία)

  • Το Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα απλούτζια.

    • Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.

  • Το μασταπά τον έσπασες, κρασί τι μου γυρεύεις;

  • Το μεγάλο το καράβι θέλει και βαθιά νερά.

  • Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.

  • Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.

  • Το μήλο κάτω απ’ την μηλιά θα πέσει.

  • Το μοναστήρι να ‘ν’ καλά (κι από καλογέρους βρίσκεις).

  • Το μουνί και το χταπόδι, με το χτύπημα απλώνει

  • Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.

  • Το μουνί σέρνει καράβι.

    • Σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το ‘χει σύρει.

  • Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.

    • Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο μουντζώνουνε.

  • Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες.

  • Το πάθημα να σου γίνει μάθημα.

    • Το πάθος (γίνεται) μάθος.

  • Το σκυλί, όπου τρώει, εκεί και γαβγίζει.

  • Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει. (Αρκαδία)

  • Τον ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.

  • Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.

  • Τον γάιδαρο, όσο και να τον στολίσεις, άλογο δεν γίνεται.

  • Τον καβαλλάρη μην τον λυπάσαι που κρέμονται τα ποδάρια του.

  • Τον κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά σου μαγειρεύει.

  • Τον στραβό τον λέλεκα ο Θεός τον κανη φωλιά.

  • Τον σκύλο αν τον στείλεις με το ζόρι στα πρόβατα στο λύκο θα τα τα ταϊσει.

  • Τον σκύλο κάνε σύντεχνο και το ραβδί σου βάστα.

  • Τον Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε.

    • Τον Τούρκο φίλεψέ τον, τον κώλο σου φύλαξέ τον.

  • Τον τσίμπησε η μύγα τσε-τσε. (Είναι συγχισμένος/τσαντισμένος)

  • Τον φτωχό και τον χωριάτη, ξένη έγνοια τους γερνάει.

  • Το δικό μου το καρφί το βλέπεις, το δικό σου το παλούκι δεν το βλέπεις;

  • Το καινούργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ’ οχτρού σου, τον δεύτερο του δικού σου και τον τρίτο του λόγου σου. (Κεφαλονίτικη)

  • Το καλό αρνί δυο μάνες βυζαίνει. (Βυζαντινή παροιμία)

  • Το μη χείρον βέλτιστον.

  • Το μουρλό και τον φτωχό ξένες έννοιες τον τρώνε.

  • Το ντέφι κι’ η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.

  • Το ξένο είναι πιο γλυκό.

  • Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.

  • Το ξύλο βγηκε από τον παράδεισο.

  • Το παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα το ‘καμες. Κι όχι καλογείτονα, αλλά κακογείτονα.

  • Τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον.

  • Το πολύ το κυρ’ ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.

    • Το πολύ το κυρ’ ελέησον, το βαριέται κι ο Θεός.

  • Το σίδερο, όσο είναι ζεστό το χτυπούν.

  • Το σίδερο στη βράση κολλάει.

    • Στη βράση κολλάει το σίδερο.

  • Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή.

  • Το στανιό και τη βία ο θεός τα ‘δωσε.

  • Το στόμα σου γάλα μυρίζει ακόμα.

  • Το φτηνό είν’ κι ακριβό.

  • Το φτηνό το κρέας το τρών’ οι σκύλοι.

  • Το φτωχό και το χωριάτη, ξένοι πόνοι τον γερνάνε.

  • Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.

    • Ο κόσμος καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται.

  • Το ψάρι βρωμάει απ΄ το κεφάλι.

  • Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας.

  • Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.

  • Το ψηλό δέντρο το χτυπούν οι κεραυνοί.

  • Πετανε πετρες στα δενδρα που εχουν καρπους

  • Τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς.

  • Του ακαμάτη το μεροκάματο είναι ακριβό.

  • Του ακαμάτη το τσουκάλι ο Θεός το μαγειρεύει.

  • Του Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί.

  • Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.

    • Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να ‘ναι μέρα.

  • Του έταξε λαγούς με πετραχήλια.

  • Του κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.

  • Του κώλου τα εννιάμερα.

  • Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει.

  • Του παπά η κοιλιά είν’ αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.

  • Του τρυγητή, του αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι.

  • Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ’ σκούτε. (Ποντιακή)

  • Του χοίρου το μαλλί δε γίνεται μετάξι.

  • Τραβάτε με κι ας κλαίω.

  • Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.

  • Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.

    • Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο.

  • Τρελός παπάς τον βάφτισε.

  • Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.

  • Τρεχάτε ποδαράκια μου, να μη σας χέσει ο κώλος.

  • Τροχός τ’ ανθρώπινα.

  • Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.

  • Τσάμπα ξύδι, γλυκό σα μέλι.

  • Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.

  • Τώρα που βρήκαμε παπά άς θάψουμε πέντ’ έξι.

  • Τώρα που ζω, θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω, κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε στο γνωρίζω.

  • Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!

Υ

  • Ὕστερον πρότερον.

  • “Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.”

  • “Ύστερα απ’ τη βροχή έρχεται και χαλάζι.”

  • “Ύστερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.”

Φ

  • Φάε λάδι κι έλα βράδυ.

  • Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.

  • Φασούλι το φασούλι δεν γίνονται περιουσίες, γίνονται φασολάδες!

  • Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.

  • Φέξε μου και γλίστρησα.

  • Φέξε στραβέ τ’ αλλήθωρου.

  • Φέρ’ το ψωμί να φάμε και ας τους άλλους να πεινάνε.

  • φέρ’τον στο γάμο σου να σου πεί και του χρόνου.

  • Φησίν σιωπών.

  • Φίδι φύλα το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.

  • Φίλε μου στην ανάγκη μου κι οχτρέ μου στη χαρά μου.

  • Φίλοι μου στην ανάγκη μου, κι εχθροί μου στη χαρά μου.

  • Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας.

  • Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.

  • Φοβέρισε τον κώλο σου μη χέσει τα κλιτσιά σου.

  • Φοβοῦ τοὺς Δαναοὺς καὶ δῶρα φέροντας.

  • Φρου-φρου και τ’ αμπέλι ξέφραγο.

  • Φτηνός στο λάδι, ακριβός στο ξύδι.

  • Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.

  • Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης.

Χ

  • Χαιρέτα μας τον πλάτανο.

    • Χαιρέτα μου τον πλάτανο.

    • Χαιρέτα μου τον πλάτανο και Νικολό καρτέρει.

  • Χαλεπὰ τὰ καλά. (αρχαιοελληνικό ρητό)

  • Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.

  • Χαρά σ’ τον που γεννήθηκε με τρίχες στο κορμί του.

  • Χάρε χαρά που μου ‘φερες και λύπη που μου πήρες.

  • Χάρη στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα.

    • Κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα.

  • Χάσ’ απού του δίκιου σου, για να ‘σ’ αργά ‘σ’ του σπίτ’ σου.

  • Χέρι που δεν μπορείς να δαγκάσεις, φίλα το.

  • Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι.

  • Χέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι.

    • Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί τζαμί.

  • Χέστηκε ο Πολύδωρος που ‘ναι στα πόδια γρήγορος.

  • Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

    • Χέσε ψηλά κι αγνάντευε και πέτα βοτσαλάκια.

  • Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα ‘ν’ τον Αλωνάρη.

  • Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού.

  • Χιόνισ’ έβρεξ’ ο Γενάρης, όλ’ οι μύλοι μας θ’ αλέθουν.

  • Χόρευε κυρά Ντουντού κοίτα και το σπίτι σου.

  • Χους εις χουν και πνεύμα εις Πνεύμα απελεύσει.

  • Χρόνια και ζαμάνια.

  • Χρόνου φείδου.

  • Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.

  • Χωρίς κουπιά και άρμενα, Αϊ-Νικόλα βόηθα.

  • Χτίζει σπίτια η ομόνοια, τα γκρεμίζει η διχόνοια.

  • Χώρια παπάς, χώρια παπαδιά. (Κρήτη)

  • Χωρίσαμε τα τσανάκια μας.

Ψ

  • Ψαρεύει σε θολά νερά.

  • (Ψάχνουμε) ψύλλους στ’άχυρα.

  • Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.

  • Ψηλό μουνί καμαρωτό γαμήσι.

  • Ψύλλοι στ’άχυρα.

  • Ψωμί δεν είχαμε,τυρί μας ήρθε.

    • Ψωμί δεν έχουμε, τυρί γυρεύουμε.

      • Ψωμί, τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε.

  • Τη στραβή ψωλή τη μποδάν’ οι τρίχες (Κέρκυρα).

Ω

  • Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.

  • Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου.

    • Στίχος 2ος: Κι ούτε πουλί πετάμενο να μη βρεθεί μπροστά σου.

    • Σημ. Να έχεις καλό ταξίδι, χωρίς εμπόδια.

  • Ως εδώ και μη παρέκει.

  • Ως επί το πλείστον.

  • Ως διά μαγείας εξαφανίστηκε..

o
o

Αρχαίες Ελληνικές Παροιμίες

o

«ἐν ὀφθαλμοῖς εἶναι αἰδῳ»  «Στα μάτια κατοικεί η ντροπή »

«ποταμός θαλάττη ερίζει» «Το ποτάμι τα έβαλε με τη θάλασσα »

«την σκάφην σκάφην (λέγω)» «Λέω την σκάφη σκάφη (μιλώ χωρίς υπεκφυγές) »

«ἐν τριόδῳ ἔστηκας» «Στέκεσαι σε σταυροδρομι (τρίστρατο – εκεί στέκονταν οι αργόσχολοι και οι ψευδομάντεις) »

«ὡς τᾶσιν εὐφρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη» «Η τύχη πάει με το μέρος των γνωστικών »

«το μέν γάρ του βίου τέλος, ἡ δέ τῷ βίῳ νόσος»

«καί τράγος εὐπώγων εὔστολός ἐστί Πλάτων» «και ο τράγος με όμορφο μούσι, είναι

ένας χαριτωμένος Πλάτωνας »

«ἀεί τά πέρυσι βελτίω» «Κάθε πέρυσι και καλύτερα »

«οἶδα Σίμωνα και Σίμω εμέ» «Εγώ ξέρω καλά τον Σίμωνα και αυτός καλά (εμένα) »

«γλυκεῖα ὀπώρα φύλακι ἐκλελοιπότος» «Όταν λείπει ο φύλακας, το φρούτο που

τρώγεται είναι πιο γλυκό »

«γενναῖος εἶ ἐκ βαλαντίου» «Είσαι ευπατρίδης του πορτοφολιού »

«ο γάρ μανθάνων οὐκ ἔχει» «Όποιος μαθαίνει κάτι δεν είναι ακόμη κάτοχος αυτού που μαθαίνει [Αριστ. (;)]»

«μετά τήν σκιάν τάχυστα γηράσκει χρόνος» «Μετά την σκιά, ο χρόνος περνάει πολύ

γρήγορα »

«σίτου σπαρέντος κριθή έφυ»

«γελά ο μωρός καν τι μη γελοίον ή»

«αετός μυίας ου θηρεύει» – ανωτερότητα

«αετού γήρας κορύδου νεότης» ( του αετού τα γηρατειά ισοδυναμούν με του

κορυδαλλού τα νιάτα)

«πολλ’ οίδ’ αλώπηξ, εχίνος δε εν, μέγα» ( η αλεπού ξέρει πολλά και ο σκαντζόχοιρος

ένα, μεγάλ)

«ανέγνων, έγνων, κατέγνων. .» ( Ιιουλιανός ο παραβάτης – όταν διάβασε ένα βιβλίο

χριστιανικού περιεχομένου)

«μέμνησο ότι άνθρωπος εί» (υπενθύμιση που επέβαλε ο Φίλιππος Β’ προς τον εαυτό

του)

l

Αναποτελεσματικότητα

ελαίω πύρ σβεννύεις.

ηλίω φώς δανείζεις.

όρνιθος γάλα ζητείς.

θάλασσαν σπείρεις.

πρός κωφοίς αποπέρδεις.

άνεμον διώκεις.

άμμον θαλάσσης κοφίνω ζητείς μετρείν.

νεκρόν μαστίζεις.

l

Καλό & κακό

ουδέν κακόν αμιγές καλού.

ενός κακού μύρια έπονται.

l

Λογική

ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.

Αγωγή & παιδεία

ουδέν η μάθησις, αν μη νούς παρή.

το αποδημείν εί αρίστη παιδεία.

l

Ανάγκη

πενία τέχνας κατεργάζεται.

θεόκριτος, 3ος π.χ. αιών, αρχαίος έλληνας ποιητής

ανάγκα και θεοί πείθονται.

l

Αξία & ικανότητα

εξ όνυχος τον λέοντα ( ο άξιος φαίνεται και από τις μικρές λεπτομέρειες)

l

Γυναίκα

άδης και γυνή μηδέποτε χορτασθήσωνται.

βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις.

ρύπος γυνή πέφυκε ηργυρωμένος.

γυναικί κόσμος οι τρόποι, ουχί χρυσία (το στολίδι της γυναίκας είναι η συμπεριφορά

και όχι τα κοσμήματα)

l

Τύχη & πεπρωμένο

μηδενί συμφοράν ονειδίσης. κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον.

ουχ ο τόπος τον άνδρα αλλ’ ο ανήρ αυτόν έντιμον ποιεί.

l

Έπαινος & κολακεία

επαινούμενος, μη πάντα πίστευε.

l

Επικοινωνία

κρείττον του λαλείν το σιγάν

το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν

γέρων γέροντι ηδίστην γλώτταν έχει, παις παιδί.

l

Πρόοδος & ανάπτυξη

στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βελτίω.

l

Σχετικότητα

ουκ εν τω πολλώ τω ευ, αλλ’ εν τω ευ το πολύ.

από καταδυομένης νηός ό,τι αν λάβης κέρδος (από πλοίο που βουλιάζει, ό,τι αρπάξεις

κέρδος είναι)

ο μη χείρους, βέλτιστος.

l

Υπερβολές

υπέρ τα εσκαμμένα πηδάν.

l

Φιλοσοφία

αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις.

l

Χρόνος

χρόνου φείδου.

l

Χρήμα & πλουτισμός

τα χρήματα τοις πλουσίοις η τύχη ου δεδώρηται, αλλά δεδάνικεν.

l

Δικαιολογίες

όμφακες εισίν

ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει

l

Φθόνος

ει μη αλέξανδρος ήμην, διογένης αν ήμην (Μ. Αλέξανδρος)

ο φίλος τον φίλον εν κινδύνοις γιγνώσκει

l

Ηθική

βραχεία τέρψις ηδονής κακής

ά μη προσήκει μητ’ άκουε μηθ’ όρα (αυτά που δεν πρέπει, μήτε να τ’ ακούς μήτε να τα

βλέπεις)

l

Αίτιο & αποτέλεσμα

φιλίας μεν αρχή έπαινος, έχθρας δε ψόγος.

αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα.

l

Γλώσσα

ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων; ( τι λόγια σου ξέφυγαν τώρα; )

ξίφος τιτρώσκει σώμα, τον δε νουν λόγος.

από κύλικος μέχρι χειλέων πολλά πέλει.

l

Δράση

πέτρην κοιλαίνει ρανίς ύδατος ενδελεχείη. (μια επίμονη σταγόνα νερού ανοίγει τρύπα

σε πέτρα)

λίθος κυλινδόμενος το φύκος ου ποιεί (πέτρα που κυλάει, δεν χορταριάζει)

δαπανώμενος εφ’ α μη δει, ολίγος έση εφ’ ά δει (ξοδεύοντας τον εαυτό σου σ’ αυτά

που δεν χρειάζεται, δεν φτάνεις γι’ αυτά που πρέπει)

τα αγαθά κόποις κτώνται.

l

Θυμός

Αθάνατον οργήν μη φύλαττε, θνητός ων.

Θυμού κράτει.

l

Μέσα & δυνατότητες

πάσσαλος πασσάλω εκρούεται.

αργυραίς λόγχαις μάχου και πάντων κρατήσεις (να μάχεσαι με αργυρές λόγχες (δηλ.

να δωροδοκείς) και θα κερδίσεις όλες τις μάχες – χρησμός της πυθίας προς τον

φίλιππο β’ της μακεδονίας. )

ου παντός πλειν ες κόρινθον.

ήλω γαρ ο ήλος.

l

Νους

ο νοών νοείτω.

l

Μυστικά

τα εν οίκω μη εν δήμω.

ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.

βους επί γλώσσης. ( για δωροδοκούμενους που “τα έπαιρναν” για να μη μιλήσουν

(κάποια νομίσματα απεικόνιζαν βόδι))

l

Ηγεσία & διοίκηση

χαλεπόν το ποιείν, το δε κελεύσαι ράδιον. αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω. το διοικείν εστί προβλέπειν.

l

Πόλεμος & ειρήνη

πόλεμος ένδοξος, ειρήνης αισχράς αιρετώτερος

πολιτική

μακραί τυράννων χείρες.

l

Ελληνισμός

παπαί, μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οί ου περί χρημάτων

τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής (πέρσης στρατηγός για τους έλληνες το

480π.χ. )

ώ παίδες ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’ ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε

πατρώων έδη,θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών (αισχύλος – από την

τραγωδία “Πέρσαι”)

το των ελλήνων ὀνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και

μάλλον έλληνας καλείσθαι των της παιδεύσεως της ημετέρας η των της κοινής φύσεως

μετέχοντας. Ισοκράτης, 436- 338 π.χ., αθηναίος ρήτορας

υπό σκιήι διηνέκης (σπαρτιάτης πολεμιστής), απάντηση στην παρατήρηση ότι οι

πέρσες είναι τόσοι πολλοί που τα βέλη τους κρύβουν τον ήλιο: “καλύτερα, θα

πολεμήσουμε υπό σκιάν!”

πας μη έλλην, βάρβαρος.

l

Προνοητικότητα

ου μετανοείν, αλλά προνοείν χρη τον άνδρα τον σοφόν.

l

Συνήθεια

έξις δευτέρα φύσις.

One thought on “ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ”

Leave a comment