Ο Θ. Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του σε ανάπαυση μετά τη μάχη στα Δερβενάκια.
«Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» (πίνακας του Ντελακρουά).
«…Κρυφό σχολείο δεν υπήρχε πουθενά. Αυτό είναι ένα ιστορικό ψέμα (…) μερικοί ιερωμένοι (…) μάθαιναν τα αρχοντόπαιδα ανάγνωση και γραφή (…) τα μαθήματα αυτά γίνονταν όχι βέβαια σε ξεχωριστά χτίρια (…) αλλά στο νάρθηκα ή στα κελιά των εκκλησιών.
Η τουρκική εξουσία δεν εμπόδιζε τα σχολεία, για να είναι κρυφά» (Γιάννης Κορδάτος).
Τη σημαία ύψωσε πρώτος, στις 21 Μαρτίου 1821, ο λαογέννητος ηγέτης και Φιλικός Παναγιώτης Καρατζάς, στην Πάτρα, τον οποίο δολοφόνησαν οι πρόκριτοι.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και οι πρόκριτοι της Αχαΐας μπήκαν στην Πάτρα στις 24 Μαρτίου 1821 και σχημάτισαν το «Αχαϊκόν Διευθυντήριον», συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες.
Η καταστροφή του στρατού του Δράμαλη στα Δερβενάκια.
Η καταστροφή των Ψαρών. Εργο λαϊκού ζωγράφου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
«Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη», λεπτομέρεια από το έργο του Filippo Marsigli (Μουσείο Μπενάκη).
Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείουΕισήγηση της Βάσως Νικολάου, από τον Παιδαγωγικό Όμιλο των Παρεμβάσεων Κινήσεων Συσπειρώσεων Π.Ε. στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Παιδαγωγικός Όμιλος στις 29/2/2003, με θέμα: “Ιστορία και σχολείο.
Η περίπτωση των εθνικών γιορτών “Κάθε χρόνο γιορτάζεται με μεγάλη λαμπρότητα η επέτειος της 25ης Μαρτίου του 1821. Γιορτάζεται ένα ιστορικό γεγονός, αυτό της ελληνικής επανάστασης.
Τι είναι ιστορικό γεγονός και τι χαρακτήρας του δίνεται στο πέρασμα του χρόνου; Ξέρουμε ότι ιστορία είναι η αφήγηση του παρελθόντος. Αφήγηση η οποία δεν μπορεί να είναι ουδέτερη, αλλά προσδιορίζεται από κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές ανάγκες του παρόντος. Έτσι το γεγονός παραμορφώνεται μέσα από την οπτική του παρόντος.
Η αφήγηση για ’21 δεν υπήρξε ποτέ μία και ενιαία. Οι επιζώντες πρωταγωνιστές της επανάστασης θέλησαν να υποστηρίξουν το δίκιο τους, τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα.
Ο χαρακτήρας των απομνημονευμάτων των στρατιωτικών και των πολιτικών ηγετών ήταν απολογητικός. Το ότι έγραφαν δηλώνει τη βαρύτητα που απέδιδαν στη διατήρηση της μνήμης του γεγονότος. Έπρεπε πολλά να αποσιωπηθούν, όπως φόβοι, διλήμματα, ιδιοτέλειες, ανθρώπινες στάσεις.
Αυτά δεν είχαν θέση σε ένα νεοσύστατο κράτος που επιχειρούσε να αναπτύξει την εθνική συνείδηση. Γι’ αυτό έπρεπε να υποβαθμιστούν, να παραχαραχτούν γεγονότα όπως ο εμφύλιος στη διάρκεια της επανάστασης. Και δημιουργήθηκε μια ιστορία επική, που φιλοδοξούσε να διδάξει μέσα από ηρωικά πρότυπα.
Και αφού λοιπόν «η ιστορία δεν είναι προγονικές μνήμες ή συλλογική παράδοση, είναι αυτά που οι άνθρωποι έμαθαν από τους ιερείς, τους δασκάλους, τους συγγραφείς ιστορικών βιβλίων…», όπως λέει ο Χομπσμπάουμ, το ελληνικό σχολείο έχει κάθε λόγο να καλλιεργεί όχι τη συστηματική ιστορική γνώση αλλά μια χειραγωγημένη και παραμορφωτική συλλογική μνήμη. Το μάθημα της Ιστορίας δεν είναι το μόνο που συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή.
Οι εθνικές γιορτές, οι επέτειοι, γίνονται για να μην «ξεχάσουμε», να θυμόμαστε πάντα, να είμαστε όλοι «εμείς». «Η μνήμη συνιστά στοιχείο ταυτότητας», γράφει η Αβδελά. «Οι κοινές μνήμες που μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους σφυρηλατούν στενούς δεσμούς μαζί τους, την αίσθηση της κοινής μοίρας.
Η επίκληση της κοινής μνήμης γίνεται πιο επιτακτική όσο τα μέλη της ομάδας νιώθουν ότι απειλούνται να χάσουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που προσδιορίζουν τη συλλογική τους ιδιαιτερότητα».
Μέσα στο σχολείο περισσότερο, αλλά και έξω, οι «μεγάλοι άνδρες», οι αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, οι ήρωες, συνθέτουν την εθνική ιστορική μνήμη. Όλοι αυτοί οι ήρωες κοσμούν τις σχολικές αίθουσες στη γιορτή, πλάι στη θρησκευτική εικόνα και το χάρτη της Ελλάδας.
Σ΄ αυτή τη γιορτή η ιστορία έρχεται στο προσκήνιο και μεταφράζεται – ερμηνεύεται με διαφορετικούς τρόπους. Ο εκπαιδευτικός στο σχολείο την ερμηνεύει ανάλογα τα βιώματά του, τις πεποιθήσεις του περί εθνικού κράτους, τη στάση του εν γένει απέναντι στον «άλλο» τον «εχθρό».
Από την άλλη μεριά η πολιτεία με πανηγυρικούς, παρελάσεις, σημαιοστολισμούς, καταθέσεις στεφάνων, μηνύματα, δίνει στη γιορτή την εκδοχή της μιας και μοναδικής αντίληψης του ιστορικού παρελθόντος.
Από τα μαθητικά μας χρόνια όλοι όσοι βρισκόμαστε σε αυτή την αίθουσα έχουμε βιώσει και θυμόμαστε τα ποιήματα, τα τραγούδια, τα σκέτς στα οποία πήραμε μέρος και την υπερηφάνεια που αισθάνονταν οι γονείς μας όταν κρατούσαμε την ελληνική σημαία ή απαγγέλλαμε ποιήματα πατριωτικά.
Ας δούμε μέσα από μια μικρή έρευνα τάξης, σήμερα, τι ξέρουν τα παιδιά πριν τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, τι τους έκανε εντύπωση στη γιορτή του σχολείου, και ποια τα συναισθήματά τους μετά τη γιορτή.Να τι λένε πριν: «Έχουμε την ελευθέρωση από τους Τούρκους το 1821.
Μέσα στη φυλακή είχαμε καθίσει 400 χρόνια», «Εγώ ξέρω ότι οι Τούρκοι πολέμησαν τους Έλληνες και οι Έλληνες νίκησαν», « Στον πόλεμο αυτό στρατηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης», « Οι ήρωες του πολέμου ήταν ο Κολοκοτρώνης, ο Διάκος, ο Παπαφλέσσας», «Οι Τούρκοι στο τέλος έκοψαν το κεφάλι του Παπαφλέσσα»
Πώς περιγράφουν τη γιορτή: «Στη γιορτή άκουσα και είδα για τους ήρωες τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τη Μπουμπουλίνα.», «είδαμε σλάιτς για τον πόλεμο και την απελευθέρωση», «εμένα μου έκαναν εντύπωση οι εικόνες στον τοίχο με τους ήρωες», «Όλα τα παιδιά τραγουδήσαμε τον Εθνικό Ύμνο», «πριν μπούμε μέσα στην αίθουσα τα παιδιά πήραν πρώτα τη σημαία»
Τα συναισθήματα μετά τη γιορτή: «Εγώ αισθάνομαι λυπημένος γιατί μπορεί να γίνει πόλεμος και να σκοτωθεί πολύς κόσμος», «Εγώ θα ένιωθα χαρούμενη που νίκησε η Ελλάδα αλλά θα ένιωθα και λύπη γι αυτούς που σκοτώθηκαν μέσα σε 9 χρόνια.
Μακάρι να ήμουν εκεί να τους βοηθήσω», «Εμένα όταν μου λένε ότι θα είναι η 25η Μαρτίου αισθάνομαι πολύ χαρούμενη γιατί θα σηκώσω την Ελληνική σημαία», «Όταν ακούω για πόλεμο αισθάνομαι φόβο, ανατριχίλα και άλλα. Λυπάμαι όταν σκέφτομαι ότι στον πόλεμο έχουν πεθάνει πολλοί άνθρωπο», «Εγώ όταν ακούω για την 25η Μαρτίου του 1821 αισθάνομαι ότι ήμουν αρχηγός της Ελλάδας και πήγα με τα κλεφτόπουλα στον πόλεμο και νικήσαμε τους Τούρκους.
Εγώ αισθανόμουν χαρούμενος γιατί νικήσαμε αλλά κάποιοι σκοτώθηκαν και λυπόμουνα λίγο. Και μετά πήγαμε και τους φτιάξαμε μνημεία σ΄αυτούς που πέθαναν», «Εγώ όταν ακούω για την 25η Μαρτίου αισθάνομαι φόβο, γιατί μπορεί να γίνει πόλεμος, γιατί στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι από άλλες χώρες»
Τι μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο για την Ιστορία μέσα από τη γιορτή της 25ης Μαρτίου; Όπως ακούσαμε όλα τα παιδιά μίλησαν για ήρωες, σημαία, τραγούδια, σφαγές, γενναίους. Πόσα όμως από αυτά που τα παιδιά μαθαίνουν για την ιστορία και την επανάσταση είναι αλήθεια και πόσα από αυτά είναι μυθεύματα;
Η ελληνική επανάσταση ήταν, ανάμεσα στα άλλα, ένα γεγονός συλλογικής αυτοεπιβεβαίωσης.
Την ίδια περίοδο, οι δύο βασικές επιστήμες με αντικείμενο την έρευνα του παρελθόντος, η ιστορία και η λαογραφία, συγκροτήθηκαν ως βασικοί “στυλοβάτες” της εθνικής ιδεολογίας –όπως συνέβη άλλωστε σε όλους τους ευρωπαϊκούς εθνικισμούς κατά τον 19ο αιώνα–, υπηρετώντας βασικές εγγενείς ανάγκες της: την “παλαιότητα” αλλά και τη “συνέχεια” του έθνους δια μέσου των αιώνων, την “ενότητα της φυλής” στο χώρο και στο χρόνο, την ορθοδοξία ως βασική διάσταση της εθνικής ταυτότητας ή το ιδεολόγημα του “ελληνοχριστιανικού πολιτισμού”.
Το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του θα εφεύρει σύμβολα που θα ισχυροποιήσουν την ενοποίησή του.
Επιπλέον, στις πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, η κατασκευή των εθνικών μύθων, ο εξωραϊσμός του ρόλου της Εκκλησίας και η ανάπτυξη και εμπέδωση της Μεγάλης Ιδέας, συντέλεσαν μεταξύ άλλων στην πειθάρχηση του κοινωνικού σώματος και στη μετατόπιση των λαϊκών προσδοκιών και οραμάτων, από το εσωτερικό, όπου κυριαρχούσαν τα αιτήματα για αναδιανομή της γης, αποκατάσταση των αγωνιστών και Σύνταγμα, στο εξωτερικό, στις περιοχές που «όφειλαν να απελευθερώσουν ή να διεκδικήσουν».
Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο και ανάγκες δημιουργήθηκαν μύθοι που ανάλογα με την εποχή διαφοροποιούνταν.Ας δούμε μερικούς από τους πιο χαρακτηριστικούς αυτούς μύθους. Το κρυφό σχολειό
Όπως γράφει ο Παναγιώτης Στάθης, ιστορικός :
«Το “κρυφό σχολειό“ αποτελεί έναν από τους πιο γοητευτικούς και συνάμα και από τους πιο ανθεκτικούς και πιο διαδεδομένους μύθους της εθνικής μας ιστορίας. Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν δύο πολύ καλές μελέτες που συγκλίνουν στις βασικές τους θέσεις και οι οποίες αφενός αποδεικνύουν την ανυπαρξία παρόμοιου θεσμού την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, αφετέρου διερευνούν τους όρους δημιουργίας και κατίσχυσης του μύθου στον μετεπαναστατικό 19ο αιώνα.
Η διερεύνηση, άλλωστε, αυτής της διαδρομής συνιστά ίσως τον αποτελεσματικότερο τρόπο κατάδειξης της ανυπαρξίας κρυφού σχολειού. Αναφέρομαι στο βιβλίο του Άλκη Αγγέλου Το κρυφό σχολειό, χρονικό ενός μύθου, που εκδόθηκε στα 1997 και στο άρθρο του Αλέξη Πολίτη «Φεγγαράκι μου λαμπρό …» το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του συγγραφέα.
Το μυθολογικό κενό που εκδόθηκε το 2000. Και τα δύο αποτελούν επεξεργασμένες και εμπλουτισμένες διατυπώσεις παλαιότερων θέσεων των συγγραφέων που είχαν δει το φως η μεν του Αγγέλου στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τ. ΙΑ΄) της Εκδοτικής Αθηνών στα 1974, η δε του Πολίτη στα 1994 στην εφημερίδα Αυγή.
Η κριτική που άσκησε ο Αγγέλου, όσο και άλλοι ερευνητές στο μύθο ήδη από τη μεταπολεμική περίοδο καθώς και το ανανεωτικό πνεύμα που επικράτησε στα σχολικά εγχειρίδια από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή απάλειψη της αναφοράς του τόσο από τα αναλυτικά προγράμματα όσο και από το σύνολο σχεδόν των σχολικών εγχειριδίων της μέσης και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο ο μύθος φαίνεται να ανθίσταται αν όχι και να επεκτείνει τη διάδοση του».
Η Αγία Λαύρα
Γιατί αλήθεια επικράτησε να γιορτάζεται την 25η Μαρτίου αυτή η επέτειος;Από νωρίς η έρευνα, οι ιστορικοί, απέδειξαν ότι η έναρξη της επανάστασης δεν συμπίπτει με την 25η Μάρτη και μάλιστα στη Αγία Λαύρα. Δυο λόγοι ήταν κυρίως που καθιερώθηκε η 25η Μάρτη και μάλιστα το1838 να γιορτάζεται τότε.
Ο πρώτος λόγος ήταν ο ψευδής ισχυρισμός ότι τότε και από εκεί ξεκίνησε η ελλ. επαν. Ο δεύτερος λόγος ήταν ο γιορτασμός του Ευαγγελισμού. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο όπως γράφει ο Βασίλης Κρεμμυδάς μια γαλλική εφημερίδα της εποχής δημοσίευε ένα κείμενο του Π.Π.Γερμανού στο οποίο τονίζεται η θρησκευτικότητα του ξεσηκωμού των Ελλήνων, το οποίο υποτίθεται έγινε ενώπιον του κλήρου και πιστών σε έναν ιερό τόπο και σε μια χρονική στιγμή που κανείς άλλος δεν είχε κηρύξει την επανάσταση.
Η δημοσίευση αυτού του κειμένου στη γαλλική εφημερίδα εξυπηρετούσε τον Π.Π.Γερμανό και διευκόλυνε τις πολιτικές του επιδιώξεις. Από την άλλη η Γαλλία θα αποκόμιζε κι αυτή τα οφέλη της αφού η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη θα πληροφορούνταν ότι ο Π.Π.Γερμανός ήταν «δικός τους».
Το κείμενο αυτό μιας ομιλίας που δεν έγινε αμφισβητείται γιατί περιείχε σχεδόν αποκλειστικά αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη. Δεν έμοιαζε δηλ με τις προκηρύξεις των Ελλήνων που καλούνταν για γενικό ξεσηκωμό. Οι πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης, το γαλλικό προξενείο Πατρών και ο Π.Π.Γερμανός βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση ως προς τις νέες σχέσεις που διαμορφώνονταν.
Η γαλλική εμπορική παρουσία στην περιοχή είχε εξασθενίσει και ο Π.Π.Γερμανός δεν θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν. Από όλες τις δυνατές ημερομηνίες για τον εορτασμό της ελλην. επαν. είχε επιλεγεί από το 1838 εκείνη της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, είτε της 24ηε Φεβρουαρίου που εκδηλώθηκε το κίνημα του Υψηλάντη είτε της 23ης Μαρτίου όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο.
Δεν είναι τυχαία η τελική επιλογή της 25ης Μάρτη και μάλιστα από τη Μονή της Αγίας Λαύρας. Ο ρόλος της εκκλησίας σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης ήταν καθοριστικός. Η σύνδεση του εθνικού αγώνα με την εκκλησία αποτέλεσε τη βάση σύνδεσης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Έτσι, ο Κωλέτης στα χρόνια του Όθωνα προτείνει ο εορτασμός να γίνεται την 25η Μάρτη με το εποχείρημα ότι οι καλόγεροι του Μεγάλου Σπηλαίου είχαν προφητέψει τη μέρα αυτή ως μέρα απελευθέρωσης του γένους.
Κάθε μύθος χρειάζεται το σύμβολό του για να καθιερωθεί στην ιστορική μνήμη και συνείδηση. Το κρυφό σχολειό καθιερώθηκε στη μνήμη από το ρασοφόρο δάσκαλο – παπά και γύρω του παιδιά, επίσης ο Πίνακας του Γύζη έπαιξε ρόλο όπως και η σύνδεσή του με το γνωστό τραγουδάκι φεγγαράκι μου λαμπρό. Πώς να ξεχαστεί ο μύθος όταν πριν από λίγα χρόνια ήταν τυπωμένο στα διακοσάδραχμα.το 1996. Από τη μια μεριά ήταν ο Ρήγας Φεραίος κι από την άλλη ο πίνακας του Γύζη.
Επιπλέον τυπώθηκε σε γραμματόσημο που κυκλοφόρησε το 1971 με την ευκαιρία της επετείου των 150 χρόνων από την επανάσταση του 1821• Μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι το κρυφό σχολειό συνιστούσε έκφραση της επίσημης κρατικής ιδεολογίας πολλά χρόνια μετά την επιστημονική κατάδειξη του μυθικού του χαρακτήρα.
Η Αγία Λαύρα είχε κι αυτή το δικό της λάβαρο-σύμβολο.
Πώς όμως αυτά τα σύμβολα χρησιμοποιούνται ακόμα σήμερα με διάφορες αφορμές ; Το έργο του Γύζη έχει μεγαλώσει γενιές μαθητών κι έχει μετουσιωθεί στη συνείδησή τους από καλλιτεχνική αναπαράσταση σε ιστορική μαρτυρία.
Ας δούμε μαζί μερικές χρήσιμες επισημάνσεις γι’ αυτούς τους μύθους.
Ο Μπαμπινιώτης σε ένα συνέδριο το 1996 με θέμα «Ορθοδοξία και Παιδεία» θύμισε στους συνέδρους ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε μαχητικό κομμάτι του ελληνικού έθνους και πέρα για πέρα προοδευτικό, άλλοτε αγωνιζόμενη για το φωτισμό του Γένους με το κρυφό σχολειό, άλλοτε μαχόμενη εναντίον του προσηλυτισμού και της ξένης θρησκευτικής προπαγάνδας.»
Ο Εμφιετζόγλου όταν δημοπρατήθηκε ο πίνακας του Γύζη και τον απέκτησε, έκανε την εξής δήλωση: «Η αγάπη για την τέχνη δεν έχει καμία σχέση με αυτή την κίνηση. Το κρυφό σχολειό είναι κομμάτι της ιστορίας της πατρίδας μας.
Και είναι κάτι που θα θυμίσει σε πάρα πολλούς αυτό που έχουν ξεχάσει. Ότι πάνω από τα ταπεινά υπάρχουν ιδανικά για τα οποία πολέμησαν, περήφανα, οι πατέρες μας.»
Η κ. Κατερίνα Δασκαλάκη νοσταλγούσε το 1993 το κακοτυπωμένο ασπρόμαυρο κρυφό σχολειό του σχολικού της βιβλίου και συμπληρώνει: «της ελληνικής πολιτείας δεν της περισσεύουν χρήματα από τις προεκλογικές καμπάνιες για να αγοράσει το πίνακα, δεν της περισσεύουν για να κρατήσει ένα θησαυρό και να τον δείχνει στα παιδιά της : μη σκιάζεστε στα σκότη»
Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πολλές φορές έχει χρησιμοποιήσει τους μύθους και τα σύμβολα για να τονώσει το θρησκευτικό ιδεώδες. Θυμηθείτε στο θέμα της αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες ο Χριστόδουλος είχε κατέβει στο Σύνταγμα με το λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Να μας θυμίσει τι άραγε; Ή πάλι απ τον πανηγυρικό του Χριστόδουλου για την 25η Μαρτίου 2002, «αντλώντας δύναμη από το Γένος των Ελλήνων που είχε την αποκλειστική υποστήριξη του Χριστού με τη μεσολάβηση της Θεοτόκου στον αγώνα εναντίον των άθεων Αγαρηνών»…Λίγο καιρό μετά την κρίση στα Ίμια ο Γιώργος Καψάλης διατύπωνε την πρόθεσή του να γιορτάσει την επέτειο της 25ης Μαρτίου στις βραχονησίδες Ίμια.
Είχε κάνει αίτηση στο λιμεναρχείο ζητώντας κάθε νόμιμη διευκόλυνση και προστασία , η εκδήλωση προφανώς δεν πραγματοποιήθηκε.Ένας μύθος δύσκολα φεύγει από τη μνήμη όταν γύρω του πολλά τον θυμίζουν.
Ψάχνοντας στο internet υλικό γι αυτή την εκδήλωση και πληκτρολογώντας τη λέξη κρυφό σχολειό βρήκαμε αμέτρητες ιστοσελίδες με τίτλους τοπικών συλλόγων, εντύπων με αυτή την επωνυμία, τραγούδια, εκκλησιαστικούς λόγους, μουσειακές αναπαραστάσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας που καλούν τους πολίτες να τα επισκεφτούν. Επίσης σε πολλά παιδικά ιστορικά μυθιστορήματα γίνεται αναφορά στο κρυφό σχολειό.
Η Παιδική Σκηνή του Θεάτρου Μπροντγουαίη του Βασίλη Πλατάκη έχει επίσης ανεβάσει στο παρελθόν την παράσταση Το Κρυφό Σχολειό. Έχουν γραφεί ακόμη αρκετά θεατρικά σκετς και ποιήματα που παρουσιάζονται στις σχολικές εθνικές γιορτές. Αναφέρω για παράδειγμα το θεατρικό σκετς Το κρυφό σχολειό του Γιάννη Σμυρνιωτάκη το οποίο μάλιστα χρονολογεί τη λειτουργία του κρυφού σχολειού μετά τον Ρήγα Φεραίο, το θεατρικό έργο Το φως του λυχναριού, και το ποίημα Κρυφό Σχολειό.
Αν κρίνω από τα προγράμματα των σχολικών εορτών για την 25η Μαρτίου που κυκλοφορούν σήμερα στο διαδίκτυο, σπάνια απουσιάζει κάποιο σκετς ή ποίημα για το κρυφό σχολειό.Ας σημειωθεί ότι σε όλες τις εικαστικές αλλά και τις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις ακολουθείται το πρότυπο του πίνακα του Νικολάου Γύζη, ο οποίος άλλωστε έχει καθορίσει την κυρίαρχη εικόνα του κρυφού σχολειού τόσο με την εκφραστική δύναμη του όσο και με την πολλαπλή αναπαραγωγή του σε σχολικές και άλλες εκδόσεις.Ακόμα και σήμερα η επίσημη – κυρίαρχη ιστορική καταγραφή της επανάστασης του ’21 και πολύ περισσότερο η σχολική εκδοχή της, συνεχίζει να κινείται στα όρια ιστορικού και μυθικού.
Τα κύρια στοιχεία αυτού του «συστήματος ιδεών» είναι τα παρακάτω :
1ον : Η εμφάνιση του έθνους ως κοινότητα που υπάρχει και υπήρχε στο διηνεκές και απλά η επανάσταση του ’21 αποτέλεσε την «αφύπνισή του». Η σχολική ιστορία κυριαρχείται από αυτή την αντίληψη όταν από την Δ’ Δημοτικού ακόμα αναφέρει τους Δωριείς ως «ελληνικά φύλα που ήρθαν από το βορά».
2ον : Η αποστέωση της επανάστασης του ’21 από την επαναστατικότητά της, ο εξοστρακισμός του κοινωνικού στοιχείου, η υποβάθμιση της επιρροής του Διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης και η αποσιώπηση των εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων που οδήγησαν στη Βαυαροκρατία, στην περιθωριοποίηση των αγωνιστών του ’21 και στη νέα υποταγή των αγροτικών και λαϊκών στρωμάτων.
3ον : Ο εξωραϊσμός του «εθνικού» ρόλου της Εκκλησίας και η ανάδειξη της ορθοδοξίας ως βασικής διάστασης της εθνικής ταυτότητας.Το ελληνικό σχολείο είναι λοιπον ακόμα παγιδευμένο στην εθνικιστική αντίληψη του 19ου αιώνα, δηλ. στους εθνικούς μύθους που νομιμοποιούν τη διεκδίκηση εδαφών και προετοιμάζουν τους επεκτατικούς πολέμους.
Η ιστορία του σχολείου είναι σε μεγάλο ποσοστό μυθολογία που αποσιωπά τη νεωτερική διάσταση της έννοιας έθνος και τη δημιουργία των εθνών, εμφανίζει το ελληνικό έθνος σαν οντότητα περίπου αιώνια και περίπου φυσική που την ενώνουν δεσμοί αίματος, σαν μια οικογένεια με απόλυτη πάντα ομοιογένεια, ανεπηρέαστη πολιτισμικά από τα κοινωνικά γενόμενα και την πορεία της ιστορίας στη μακρά διάρκεια.
Η ιστορία του σχολείου αποδίδει σε «εμάς» τους Έλληνες μόνο δίκαια ενώ στους «άλλους» αποδίδει άλλοτε άδικα και άλλοτε «συμφέροντα», αποδίδει επίσης όλα τα επιτεύγματα και τις πολεμικές νίκες στα χαρίσματα και στον ηρωισμό των Ελλήνων, ενώ αποδίδει όλα τα λάθη και τις πολεμικές ήττες στην αγριότητα των εχθρών και την αδιαφορία των συμμάχων, εμφανίζοντας έτσι την ηγεσία του ελληνικού κράτους απολύτως ανεύθυνη για τις ήττες και τις καταστροφές.
Η ιστορία του σχολείου εμφανίζει σαν απελευθερωτικούς όλους τους πολέμους του ελληνικού κράτους και άρα εμφανίζει σαν αμυντική την επεκτατική πολιτική άλλων εποχών.
Από αυτή την οπτική γωνία, του εγκλωβισμού του σχολείου στα εθνικιστικά πρότυπα προηγούμενων δεκαετιών, αξίζει τον κόπο να επανεξετάσουμε και ένα ακόμα ζήτημα : τις μαθητικές παρελάσεις.
Ο θεσμός των παρελάσεων καθιερώθηκε από το Μεταξά επίσημα, μαζί στρατιωτική και μαθητική το 1936. Οι μαθητές παρελαύνουν μπροστά από το Μεταξά και το βασιλιά κλείνοντας την κεφαλή επί δεξιά. Ομοιόμορφα ντυμένοι παρατεταγμένοι σα στρατιώτες υψώνουν το ανάστημά τους και υποκλίνονται στην εξουσία- το κράτος.
Σήμερα επιπλέον, γίνεται μεγάλη συζήτηση στις παραμονές των εθνικών γιορτών για το ποιος θα κρατάει τη σημαία στις παρελάσεις. «Όποιος κρατάει τη σημαία πρέπει να είναι έτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί για την πατρίδα» ισχυριζόταν ο Παπαθεμελής πρόσφατα. Πράγματι, αν το σχολείο έχει σαν στόχο να προετοιμάζει στρατιώτες «έτοιμους να θυσιαστούν για την πατρίδα», τότε οι μαθητές έχει νόημα να παρελαύνουν με στρατιωτικά εμβατήρια κρατώντας μόνο Έλληνες τη σημαία.
Οι μεταξικές παρελάσεις είχαν πρότυπα ναζιστικά και στόχο να προετοιμάζουν σιδερένιους στρατούς. Σήμερα γιατί γίνονται παρελάσεις; Γιατί οι αντιδράσεις περιορίζονται στην απαίτηση «να παρελάσει και η εθνική αντίσταση» ή στο «δικαίωμα των μεταναστών να κρατούν τη σημαία» ; Γιατί ως εκπαιδευτικοί δεν αντιδρούμε στις παρελάσεις παρά μεμονωμένα, όπως στην περίπτωση της συναδέλφου Φρατζέσκας Ρωμάνου η οποία διώχτηκε από την υπηρεσία για την επιλογή της;Κλείνοντας ας γυρίσουμε πάλι στα βιβλία Ιστορίας.
Η απάλειψη των μύθων από τα βιβλία όπως διαπιστώσαμε δεν είναι επαρκής. Οι μύθοι και τα σύμβολα κυριαρχούν και θα κυριαρχούν στα βιβλία της ιστορίας κάθε που το κράτος θα τα χρησιμοποιεί για «εθνικούς, πατριωτικούς, θρησκευτικούς λόγους διαπαιδαγώγησης». Στα υπό κατασκευή καινούρια βιβλία ιστορίας διαβάζουμε εισαγωγικά για τους στόχους της διδασκαλίας της ιστορίας :
« Να αποκτήσουν εθνική συνείδηση και αγάπη για τη χώρα τους», και ειδικότερα στη ΣΤ΄τάξη για την ελληνική επανάσταση και για το θέμα που μας απασχόλησε σήμερα: «να γνωρίσουν τις συνθήκες λειτουργίας των σχολείων την εποχή της σκλαβιάς και τους παράγοντες που οδήγησαν στην προοδευτική ανάπτυξή τους». Το ότι μιλούμε σήμερα για μύθους είναι μεγάλο βήμα, ένα βήμα όμως μετέωρο. Άλλωστε, η σχέση που τα παιδιά διαμορφώνουν με την ιστορία εντάσσεται στην ευρύτερη στάση που η κοινωνία επιφυλάσσει στην ιστορική γνώση.
Αν δεχτούμε ότι κάθε στάση απέναντι στην ιστορική γνώση, κάθε σκέψη γι’ αυτήν, αποπνέουν το κλίμα της εποχής τους, χρειάζεται να εκτιμήσουμε ότι οι ανάγκες των κυρίαρχων του σήμερα διαφοροποιούνται από τις ιδεολογικές αποσκευές των εθνικών επετείων και τη συνακόλουθη μυθολογία τους και αναζητούν μια νέα μυθολογική ανασύνθεση του παρελθόντος.
Πολύ περισσότερο που αυτές οι «ανάγκες» αντιστοιχούν, διαχέονται και ανακλώνται σε διαφορετικά, ακόμα και σε αντίπαλα ρεύματα, προκαλώντας αντιφάσεις και συγκρούσεις. Τα προτάγματα της «Ισχυρής Ελλάδας», της «Ολυμπιακής Ιδέας» και της «ευρωπαϊκής προοπτικής στα ευρύτερα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης», συνυπάρχουν με τις στρατιωτικές αποστολές κατά των «βαρβάρων του μουσουλμανικού τόξου», με την ξενοφοβία και το ρατσισμό.
Όπως έχει εύστοχα διατυπωθεί, «υπάρχει, μια κυρίαρχη Δημόσια ιστορία, συγκάτοικος του τεχνοκρατισμού και της αναπαραγωγής στερεοτύπων που διοχετεύονται από τα ΜΜΕ, τον διαφημιστικό και τον πολιτικό λόγο, τα αναλυτικά σχολικά προγράμματα. Μια Δημόσια ιστορία που επιστρατεύεται και λατρεύεται ως «κληρονομιά» για να επενδύσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες ή την υπεράσπιση των “εθνικών θεμάτων”.» (Δ.Λαμπροπούλου) Αυτές και άλλες σύγχρονες σταυροφορίες και επιδιώξεις, διαμορφώνουν τη βάση της ανάπτυξης, σύγκρουσης και συνύπαρξης των κοσμοπολίτικων και εθνικιστικών εκδοχών αυτής της Δημόσιας Ιστορίας.
Έτσι, είναι πολύ πιθανό, στο επόμενο διάστημα, η υποβάθμιση ή και εξαφάνιση του ιστορικού ρόλου των κοινωνικών, ταξικών, εθνικών και όποιων άλλων διαχωριστικών γραμμών, να συνυπάρχει με τις εθνικιστικές εξάρσεις, τις παρελάσεις και την αναπαραγωγή της μυθολογίας του 19ου αιώνα.
Άλλωστε, το πρόσφατο παράδειγμα της λογοκρισίας της αναφοράς σχολικού βιβλίου της ιστορίας στο ρόλο της ΕΟΚΑ Β’, λογοκρισία την οποία επέβαλλε ο Υπουργός Παιδείας κ. Ευθυμίου με δήλωσή του, αποδεικνύει, ότι η ιστορική καταγραφή και αφήγηση δεν καθορίζεται από το επιστημονικό κριτήριο, αλλά από τις ανάγκες και τις ισορροπίες της εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας.
«Στο κλίμα της εποχής, ευδοκιμεί η υποταγή σ’ ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, ενώ συγχρόνως εκχερσώνονται τα ερωτήματα που υπονομεύουν αυτή την εικόνα. Όμως η στάση απέναντι στο παρελθόν, η περιέργεια για τη γνώση του εξαρτώνται από τέτοια ακριβώς ερωτήματα.
Αν δεχτούμε ότι η άγνοια του παρελθόντος δεν προκαλεί μόνο συγχύσεις στη γνώση του παρόντος αλλά και υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν, τότε πρέπει να αναρωτηθούμε αν η ιστορική γνώση των μαθητών συμβάλλει στην ανάληψη τέτοιας δράσης. Αν τους βοηθά να γίνουν εξερευνητές του ζωντανού κόσμου .
Αν, με άλλα λόγια, η γνώση τους για την ιστορία αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κριτικής τους συνείδησης και πρακτικής». (Δήμητρα Λαμπροπούλου, Η κυρίαρχη ιδεολογία το μεγαλύτερο μαργαριτάρι, εφημερίδα Πριν, 20/7/2003)
Η λειτουργία της μνήμης δεν είναι να δοξάζει το παρελθόν. Είναι να βοηθά να φανταστούμε το μέλλον.
Η διδασκόμενη ιστορία πρέπει να κάνει δημόσιες, διαθέσιμες τις αλήθειες που απειλούνται ή αποσιωπώνται. Η ανάδειξη της κοινωνικής βάσης των συγκρούσεων αλλά και όλων των διαχωριστικών γραμμών που τέμνουν και καθορίζουν τα ιστορικά γεγονότα, η ερμηνεία της ήττας των απελευθερωτικών σκιρτημάτων, η αποκάλυψη της φρίκης του πολέμου, η ανακάλυψη της αξίας της φιλίας και της αλληλεγγύης των λαών, είναι πλευρές που αξίζει και πρέπει να βγουν στο φως της σχολικής αίθουσας.
Όσο εύκολη φαντάζει η απάντηση στα παραπάνω προβλήματα τόσο δύσκολη αποδεικνύεται η αναληψη δράσης για τη λύση τους. Η υποκρισία με την οποία οι υπεύθυνοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα δεν έχει να προσφέρει τίποτα στο δημόσιο διάλογο. Απομένουν να αποδειχτούν η ευαισθησία και η υπευθυνότητα τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των ιστορικών.
Που, για να μετατρέψουν τη σχολική ιστορία σε μια περιπέτεια κριτικής σκέψης και δημιουργικής φαντασίας, οφείλουν να προχωρήσουν σε αρκετές πράξεις ανατροπής.
Tο κρυφό σχολειό και η κρυφή του αλήθεια
Για τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που τον γιορτάζουμε στη Λαύρα τη μέρα που εκείνος ήταν στην Πάτρα, και για το κρυφό σχολειό, που ήταν όμως φανερό, λέγαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα. Kαι τ’ αφήσαμε στη μέση. Πέρασε στο μεταξύ η 25η Mαρτίου, κατά τα γνωστά, με παρελάσεις και κάθε λογής θεατρικά: Όπου το «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ» το απάγγειλε ολόκληρο, μέσα στην εκκλησία, ο ξέρετε ποιος Ο γνωστός πίνακας του N. Γύζη, όπου «μορφοποιείται» ο μύθος του κρυφού σχολειού.
Έγραφα ότι η νεότερη ιστοριογραφία αποδεικνύει πως το περίφημο κρυφό σχολειό δεν υπήρξε, και ούτε είχε λόγο να υπάρξει, καθώς η εκπαίδευση τα χρόνια της τουρκοκρατίας λειτουργούσε απρόσκοπτα. Αυτά μας έλεγαν άλλωστε και παλαιότεροι, όπως είδαμε με σχετικά παραθέματα, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, αλλά και ο Μανουήλ Γεδεών, μέγας χαρτοφύλακας και χρονογράφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Συνεχίζω με άλλο ένα παράθεμα του Γεδεών, αντλημένο και αυτό από την ειδική μελέτη του Aλκη Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό: χρονικό ενός μύθου (Εστία, 1997): «η τουρκική κυβέρνησις, ανεχομένη την χριστιανικήν θρησκείαν, εγίνωσκεν ότι εις τους ναούς αναγινώσκουσι και ψάλλουσιν οι παπάδες και οι ψάλται, και ότι τα αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα έπρεπε να διδαχθώσιν εγκαίρως και συνεπώς ουδέποτε εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων εμπόδισε την εν νάρθηξι και κελλίοις διδασκαλίαν». Αυτά γράφει το 1939 ο «του ανατολικού κλίματος» λόγιος.
Αλλά ήδη το 1820, μέσα δηλαδή στην Ιστορία της εποχής, ο επιφανής κληρικός και δάσκαλος του Γένους Νεόφυτος Βάμβας, που μεγαλουργεί στο περιλάλητο -και ελεύθερο, φυσικά- Γυμνάσιο της Χίου, λέει: «Είτε από αδιαφορία είτε ως αρχή η Υψηλή Πύλη δεν αντιτάχθηκε καθόλου στην πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας».
Και το 1873, στα Ιστορικά περί της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, ο Δημητσανίτης Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματικός του Κολοκοτρώνη και έτσι βασικός ιστορικός του Αγώνα, γράφει ότι κατά την τουρκοκρατία «η λατρεία των χριστιανών εξησκείτο ελευθέρως και δημοσία και επροστατεύετο μάλιστα και από τους Τούρκους […] επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις».
Το ειδικό βάρος αυτής της μαρτυρίας είναι ότι ο Οικονόμου σπούδασε αρχικά στη σχολή της πατρίδας του. Και η σχολή της πατρίδας του ήταν η Μονή Φιλοσόφου. Και στη Μονή Φιλοσόφου λειτουργούσε, κατά τον θρύλο, ένα από τα περιφημότερα -και βασικά για τη δημιουργία και την καλλιέργεια του μύθου- κρυφά σχολειά. Πώς δεν μνημονεύει λοιπόν ο Δημητσανίτης τη μετέπειτα «τουριστική ατραξιόν» της ιδιαίτερης πατρίδας του;
Έτσι κι αλλιώς, ούτε η ιστορία αλλά ούτε και η κοινή λογική μπορεί να συνδέσει την απαγόρευση αυτών που θα λέγαμε σήμερα «δημοτικά σχολεία» -που ήταν περίπου αυτοσχέδια και υποτυπώδη, όπως σ’ ολόκληρη την Ευρώπη την εποχή εκείνη- με την απρόσκοπτη λειτουργία ανώτερων εκπαιδευτηρίων και πατριαρχικών ακαδημιών, από το Γυμνάσιο της Χίου που αναφέραμε πιο πάνω ώς τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Και πώς να απαγορευόταν η κατώτερη εκπαίδευση, λόγου χάρη στα ορεινά χωριά, όπου στα περισσότερα σπάνια είδαν Τούρκο πάνω από μία φορά το χρόνο, όταν περνούσε να εισπράξει το φόρο (αν δεν ήταν και πάλι ο κοτζαμπάσης);
Ή και σε νησιά ολόκληρα, στις Κυκλάδες, όπου στα περισσότερα δεν έχουμε μόνιμη εγκατάσταση Τούρκων; Και πιο χαρακτηριστικά στην Τήνο, που μόλις τον 18ο αιώνα πέφτει στα χέρια των Τούρκων, χωρίς και πάλι ν’ αλλάξει τίποτα στη ζωή των κατοίκων της, «με την καθολική απουσία Τούρκων από το νησί» (Αγγέλου, σ. 60); Κι όμως, στην Τήνο θρυλείται λειτουργία κρυφού σχολειού, και από εκεί μας έρχεται, έμμεσα εννοείται, ο γνωστός πίνακας του -Τηνιακού- Νικολάου Γύζη, ζωγραφισμένος το 1886 στη Γερμανία.
Μύθος λοιπόν το κρυφό σχολειό, και μάλιστα όψιμος, που γεννιέται στα μέσα πια του 19ου αιώνα, αφού από ολόκληρη την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καμία απολύτως μαρτυρία. Τη συναρπαστική, από μια άποψη, σύστασή του την ανιχνεύει βήμα προς βήμα ο Aλκης Αγγέλου.
Στη μελέτη που ανέφερα πιο πάνω παρακολουθούμε μια διαδρομή η οποία ξεκινά, στα χρόνια του Αγώνα, από τη συνάντηση της εθνικής σκοπιμότητας -όταν προσπαθούμε να τραβήξουμε το σπλαχνικό βλέμμα των ξένων δυνάμεων- με τη λαογραφία, όπου το ευρύτατα διαδομένο παιδικό τραγουδάκι-νανούρισμα «Φεγγαράκι μου λαμπρό…» θεωρήθηκε ότι περιγράφει τα παιδιά που έτρεχαν νύχτα στα όρη και στα βουνά, μες στους λύκους, να πάνε κρυφά απ’ τους Τούρκους στο γειτονικό μοναστήρι, να μάθουν γράμματα.
Κι όμως, στους βασικούς συλλογείς του τραγουδιού (Φωριέλ 1824, Σάντερς 1844, Πάσσοβ 1860 κ.ά.) δεν γίνεται ο παραμικρός συσχετισμός με κρυφό σχολειό. Ειδικότερα για την πορεία του παιδικού τραγουδιού και τη σύνδεσή του με το μύθο μάς κατατοπίζει η μελέτη του Αλέξη Πολίτη «Φεγγαράκι μου λαμπρό…», που δημοσιεύτηκε στην Αυγή το 1994 και έπειτα το 2000 στο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Το μυθολογικό κενό (εκδ. Πόλις), ένα βιβλίο γενικότερα ενδιαφέρον, καθώς προσεγγίζει βασικούς μύθους της νεότερης ιστορίας.
Κορύφωση της διαδρομής του μύθου και αποκρυστάλλωσή του αποτελεί ο σχετικός πίνακας του Νικολάου Γύζη το 1886, και το ποίημα που εμπνέεται από αυτόν το 1899 ο Ιωάννης Πολέμης («Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά…»).
H οπτικοποίηση πια του «κρυφού σχολειού» μαζί με τη συστηματική διδασκαλία του ποιήματος από τα σχολικά βιβλία εγκαθιστούν οριστικά στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση έναν μύθο οπωσδήποτε γοητευτικό, τέκνο της μεγαλύτερης έξαρσης του ρομαντικού φιλελληνισμού και γενικότερα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα.
Που τον συντηρεί και τον υπερασπίζεται, με νύχια και με δόντια και με λογοκριτικές παρεμβάσεις, προπάντων η Εκκλησία, αφού σ’ αυτόν ειδικά το μύθο επιχειρείται να εμφανιστεί σαν αυτονόητος ο εθνοσωτήριος ρόλος της κατά την τουρκοκρατία και τον Αγώνα.
Ώστε τουριστική ατραξιόν, είπα παραπάνω, το κρυφό σχολειό; Ο Παναγιώτης Στάθης, σε υπό έκδοση μελέτη του, όπου εξετάζει την πολυπλοκότητα του μύθου και τη σύνθετη διαδρομή του («Το κρυφό σχολειό: διαδρομές του μύθου, διαδρομές της ιστορίας»), παρακολουθεί συστηματικά την εξάπλωση των κρυφών σχολειών -όχι βεβαίως στην εποχή τους αλλά στην εποχή μας: «Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 τα κρυφά σχολειά ανά την Ελλάδα που έχω συναντήσει δεν ξεπερνούν τα 10.
Πρόκειται για τα κρυφά σχολειά στις μονές Φιλοσόφου Δημητσάνας […], Ντίλιου Ιωαννίνων, Αγίας Τριάδας Τήνου, Αγίου Γεωργίου Φενεού Κορινθίας, και ίσως ακόμα στις μονές Φανερωμένης Ιεράπετρας, Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Λακωνίας, Άνω Δίβρης Ηλείας, καθώς και ένα τοπωνύμιο στην Ίο.
Από αυτά δε μόνο τα τρία πρώτα εμφανίζονται προπολεμικά. Από τη δεκαετία του 1970 όμως τα “ανακαλυπτόμενα” κρυφά σχολειά αυξάνονται κατακόρυφα…» Και φτάνουν αισίως τα 102!
Από αυτά, τα περισσότερα «αναφέρονται σε ιστοσελίδες που έχουν στόχο, άμεσα ή έμμεσα, την τουριστική αγορά: σελίδες προβολής νομών, δήμων ή παλαιών κοινοτήτων, σελίδες τουριστικών επιχειρήσεων, σελίδες προβολής μοναστηριών».
Όπου κελί, ανήλιαγο δωμάτιο ή κρύπτη, εκεί κι ένα κρυφό σχολειό. Ακόμα κι αν σε ορισμένα μετά βίας χωράει ένας άνθρωπος μόνος του. Ακόμα κι αν βρίσκονται μακριά από οικισμούς, όπου χρειαζόταν ταξίδι ολόκληρο για να φτάσει, και μάλιστα κρυφά, μικρό παιδί. Ακόμα κι αν πολλά εντοπίζονται σε μέρη όπου λειτουργούσε φανερά κοτζάμ ιερατική ή ανώτερη σχολή. Ακόμα κι αν ορισμένα από αυτά τοποθετούνται τώρα μέσα σε οθωμανικά κάστρα, όπως στα κάστρα της Κορώνης και του Άργους!
«O μύθος ριζώνει γερά μέσα μας» γράφει ο Αλέξης Πολίτης (σ. 70), «καθώς εδράζεται σε μια συμβολική ανάγνωση της ζωής, σε μια ποιητική, αναλογική πρόσληψη της πραγματικότητας».
Αλλά, σκέφτομαι εγώ καμιά φορά, η ποίηση μας μάρανε! Ιστορική αλήθεια και ιστορία του έθνους; Μπα, μπίζνες!
H Eκκλησία στο Eικοσιένα
Mύθοι και ιδεολογήματα
Όταν ο Αρχιεπίσκοπος, ο κ. Χριστόδουλος, προβάλλει τον εαυτό του και την Εκκλησία ως υπερασπιστές των εθνικών ιδεωδών του περιούσιου ελληνικού λαού, όταν κλαίει για τις «Χαμένες πατρίδες», όταν τραγουδάει το γνωστό αλυτρωτικό άσμα, δεν επιδιώκει τόσο να συγκινήσει τον κόσμο της προσφυγιάς, που βρίσκεται ήδη στην τρίτη γενιά του, όσο επιδιώκει να ταυτιστεί με την εθνική μας Ιστορία, με την περιπέτεια της κοινωνίας στον χρόνο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ο λόγος του Αρχιεπισκόπου δεν είναι αμιγώς πολιτικός, παρά προβάλλεται ως εθνικός λόγος, με σκοπό να ταυτιστεί η εθνική Ιστορία με την Εκκλησία με σκοπό να αναδείξει ως πρωταρχικό τον εθνικό ρόλο της. Για την ευόδωση του σκοπού, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, περισσότερο από οποιονδήποτε κοντινό ή μακρινό προκάτοχό του, χρησιμοποιεί τους ιστορικούς μύθους και τα ιδεολογήματα, κατασκευές της Εκκλησίας επίσης, εμμέσως ή αμέσως, κατά το πολλαπλώς εθνικά κρίσιμο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Με ακόμη περισσότερη έμφαση, ο Αρχιεπίσκοπος προβάλλει την Εκκλησία – και τον εαυτό του – ως τον μόνο θεματοφύλακα του έθνους – συχνά κάνει λόγο για το Γένος, που είναι διαφορετικό – ως φύλακα των παραδόσεων και της γνησιότητας του λαϊκού ως τον μοναδικό ιστό του έθνους που δεν υπέστη αλλοιώσεις από το πέρασμα του χρόνου.
Χρησιμοποίησα αυτήν τη μακρά εισαγωγή για να πω ότι η Εκκλησία στις πιο κρίσιμες στιγμές του έθνους, για να χρησιμοποιήσω δικό της όρο, ήταν απούσα για την Επανάσταση του 1821 μάλιστα ήταν ανοιχτά αντίθετη, γιατί η ιδεολογία της ήταν αντεπαναστατική.
Στην Εγκύκλιο του Μαρτίου 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος E’ ισχυρίστηκε ότι οι επί γης εξουσίες, οι βασιλείες, είναι θεόπεμπτες και όποιος οργανώνει ανταρσία εναντίον τους διαπράττει μέγιστο αμάρτημα, είναι σαν να κινείται εναντίον τού Θεού και γι’ αυτό η Εκκλησία τον αφορίζει και τον καταδικάζει σε αιώνια τιμωρία – και τον Σουλτάνο ο Θεός τον έστειλε και οι Έλληνες που οργάνωναν την Επανάσταση διέπρατταν το ίδιο αμάρτημα. Προσπάθησαν κατόπιν να ισχυριστούν ότι τον Πατριάρχη τον εξανάγκασε η οθωμανική κυβέρνηση να εκδώσει την εν λόγω Εγκύκλιο αλλά υπάρχει άλλη Εγκύκλιος, του ίδιου Πατριάρχη, του 1797, όταν ούτε η ιδέα για Επανάσταση δεν είχε εμφανιστεί, με το ίδιο ιδεολογικό περιεχόμενο.
Και προσπάθησαν να ισχυριστούν ότι μπορεί το Πατριαρχείο να ήταν περιορισμένο, ο κλήρος όμως έγινε μπροστάρης. Εν τούτοις, τα εγχειρίδια Ιστορίας δεν γνωρίζουν άλλον επίσκοπο από τον Π. Πατρών Γερμανό και οι ιστορικοί γνωρίζουμε 3-4 ακόμη που έπαιξαν ρόλο (ενώ η Πελοπόννησος διέθετε πάνω από 30) έπαιξαν όμως ρόλο όχι με την ιδιότητα του ιερωμένου ή με αυτήν του εκπροσώπου της Εκκλησίας, αλλά με την ιδιότητα του εκπροσώπου της επαρχίας τους, με την ιδιότητα του ηγέτη, ενός από τους ηγέτες της.
Γι’ αυτό, η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας δεν επιμένει να αναδείξει πρωτεύοντα ρόλο τής πριν από σχεδόν διακόσια χρόνια προκατόχου της πολύ περισσότερο που ο μόνος με πρωταγωνιστικό ρόλο ιερωμένος παραήταν επαναστάτης έπρεπε λοιπόν να εξαφανιστεί από την κατά την Εκκλησία εθνική Ιστορία ο Παπαφλέσσας και να εφευρεθεί ρόλος που τη βόλευε. Προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με το Έθνος κατασκευάστηκε ένας από τους πιο ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους: ο επίσκοπος Π. Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο-σημαία της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κήρυξε δηλαδή την ελευθερία του Έθνους την κήρυξε η Εκκλησία.
Ένα άγνωστο έως τώρα τεκμήριο μάς δείχνει καθαρά πως κατασκευάστηκαν οι ιστορικοί μύθοι από την Εκκλησία κατά το γενεσιουργό τους δεύτερο μισό του 19ου αιώνα: τον Μάιο του 1889 ένας πρωτοσύγκελλος βεβαίωσε ότι ο Π. Π. Γερμανών ευλόγησε τα όπλα, ύψωσε τη σημαία και «ανεκήρυξε την ανεξαρτησίαν της πατρίδος». Δεν χρειάζεται να απασχοληθούμε εδώ με το περιεχόμενο του εγγράφου, μολονότι πολύ ενδιαφέρον χρειάζεται να δούμε κάτι άλλο: ο εν λόγω πρωτοσύγκελλος είχε γεννηθεί το 1797, ήταν δηλαδή το 1821 24 ετών το 1889 όμως ήταν 92 ετών.
Έχουμε λοιπόν κάποιον, ο οποίος σε ηλικία 92 ετών θυμόταν με απίστευτες λεπτομέρειες – και βεβαίωνε επισήμως – γεγονότα που απείχαν 68 χρόνια! Αυτό που πρέπει να επισημάνω είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα είδος «διαπλοκής» της οικογένειας Ζαΐμη, επί δεκαετίες κατόχου της σημαίας, με την Εκκλησία και με το γεγονός και ότι αυτά συμβαίνουν σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου παραεξουσιαστικές οργανώσεις με «εθνικό» σκοπό προβάλλουν τα «εθνικά δίκαια», προπαγανδίζουν την ανάγκη για διεκδίκησή τους και πιέζουν για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πολύ περισσότερο όμως επιμένει η σημερινή ηγεσία της στον ρόλο της Εκκλησίας κατά την Τουρκοκρατία, με την κατασκευή άλλων μύθων: διάσωση της παιδείας, των παραδόσεων και της γλώσσας του Έθνους που, γι’ αυτόν τον λόγο, διατήρησε την ταυτότητά του και μπόρεσε να επαναστατήσει και να αποκτήσει την ανεξαρτησία του.
Και ενώ η ιστοριογραφία μάς έχει αποκαλύψει και τεκμηριώσει τους κατασκευασμένους από την Εκκλησία και ασμένως υιοθετημένους από την πολιτική εξουσία μύθους, η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας επιμένει σ’ αυτούς, σε βαθμό που τοπικές ηγεσίες της να επιμένουν και να επιδεικνύουν Κρυφά Σχολειά, ας πούμε, σε τόπους όπου κατά την Τουρκοκρατία δεν κατοικούσαν άνθρωποι επιμένει να κηρύσσει τη διάσωση της παιδείας και των παραδόσεων από τα μοναστήρια και τους ναούς την ώρα που και μεγάλος αριθμός κανονικών σχολείων λειτουργούσε και κανένας δεν εμπόδιζε τη λειτουργία τους – ο Οθωμανός κατακτητής δεν είχε απαγορεύσει τη λειτουργία σχολείων, τι χρειάζονταν τα «κρυφά» με το «φεγγαράκι το λαμπρό».
Αλλά και τη γλώσσα από ποιον εχθρό, από ποιες απαγορεύσεις τη διέσωσαν. Και ευτυχώς που δεν χρειάστηκε να τη «διασώσουν», γιατί αν συγκρίνουμε δύο σύγχρονα κείμενα του τέλους της Τουρκοκρατίας, μία Εγκύκλιο της Εκκλησίας, ας πούμε, και μία επιστολή εμπόρου θα διαπιστώσουμε ότι η Εκκλησία δεν είχε καμία σχέση με την από τότε διαμορφούμενη νέα ελληνική γλώσσα. Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής των «Αρχείων Πρωθυπουργού»;
Το εθνικό και ταξικό περιεχόμενο της επανάστασης του 1821
Η πραγματική ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 1821 απέχει αρκετά από την επίσημη εκδοχή της, έτσι τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκε με την πλήρη επικράτηση τής ελληνικής αστικής τάξης, την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και τη διευθέτηση του ζητήματος του “ξένου προστάτη” για το νεότευκτο κράτος.
Από τη μια υπάρχουν τα σχολικά βιβλία και οι τόμοι των επίσημων εκφραστών της αστικής αντίληψης για το ζήτημα, που παρουσιάζουν (πλήρως διαστρεβλωμένο) τον εθνικό χαρακτήρα του “εικοσιένα” αποσιωπώντας ή υποτιμώντας το κοινωνικό και ταξικό του περιεχόμενο. Ακόμα και για πασίγνωστα γεγονότα, όπως η εμφύλια σύγκρουση σχεδόν αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, η επίσημη εκδοχή καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια να περιορίσει τη σημασία τους και να τα παρουσιάσει ως μια θλιβερή παρένθεση στη “μεγαλειώδη” πορεία της “εθνικής παλιγγενεσίας”.
Από την άλλη, υπάρχει μια πλούσια ιστοριογραφία απομνημονευμάτων λαϊκών αγωνιστών (Κολοκοτρώνη, Περραιβού κ.ά.), τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, η “Ελληνική Νομαρχία”, μελέτες του Κορδάτου και του Βαλέτα, τα καυστικά κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα, αλλά και ξένων ιστορικών, όπως του Φίνλεϊ, που προσεγγίζουν την πραγματική διάσταση του ζητήματος και προβάλλουν, πέρα από τον εθνικοαπελευθερωτικό (που έτσι κι αλλιώς υπήρχε) και τον ταξικό-κοινωνικό χαρακτήρα της επανάστασης.
Στα κείμενα αυτά μπορούμε να δούμε τον αντιδραστικό ρόλο της Εκκλησίας και των κοτζαμπάσηδων, την υπονόμευση του αγώνα από μερίδα της ελληνικής αστικής τάξης που έφτασε μέχρι και την ανοιχτή προδοσία, αλλά και τον ηρωικό αγώνα απλών λαϊκών αγωνιστών που κατάφεραν εμπνευσμένοι από την πρόσφατη γαλλική επανάσταση, σε πολλές περιπτώσεις, να κυριαρχήσουν (σε τοπικό επίπεδο) και να θέσουν (έστω και πρόωρα) ζήτημα λαϊκής εξουσίας.
Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην προεπαναστατική περίοδο
Η ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 1821 έχει σαν αφετηρία της τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία αρκετά χρόνια πριν.
Η ελληνική αστική τάξη, με τον τρόπο που διαμορφώθηκε, μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες, είχε αναπτυχθεί αρκετά και σε τέτοιο βαθμό που μόνο η δημιουργία ενός δικού της εθνικού κράτους θα μπορούσε να αποτελέσει τον όρο για το προχώρημα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Από τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης του ελλαδικού χώρου από τους Οθωμανούς δόθηκαν αρκετές δυνατότητες ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας.
Αυτό συνετέλεσε, αργότερα, στην ανάπτυξη της μικρής βιοτεχνίας (κυρίως οικογενειακής) αλλά μέσα στο 17ο αιώνα στην προώθηση των εξαγωγών και του εμπορίου σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη. Ταυτόχρονα αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και η ναυτιλία.
Μάλιστα από το 18ο αιώνα η ελληνική ναυτιλία και το θαλάσσιο εμπόριο θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατείχαν μια από τις πρώτες θέσεις στο μεσογειακό χώρο.
Το αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση ελληνικών παροικιών σε πολλές πόλεις της Ευρώπης. Ετσι δεν θα αργούσε να τεθεί με πιο έντονο τρόπο η αναγκαιότητα συγκρότησης ελληνικού κράτους.Φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε η αστική τάξη από μόνη της να φέρει σε πέρας αυτή την ανατροπή. Επρεπε να κερδίσει με το μέρος της τον ελληνικό λαό, την αγροτιά αλλά και τους ακτήμονες που ήταν μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.
Απ’ την άλλη μεριά συχνά ξεσπούσαν λαϊκές εξεγέρσεις, σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ακαθοδήγητες, υποκινούνταν από ομάδες ακτημόνων και είχαν απώτερο στόχο τη δικαιότερη μοιρασιά της γης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκε σε τσιφλικάδες.
Οι προσπάθειες της αστικής τάξης να πυροδοτήσει τις εξελίξεις για την επανάσταση και να καθοδηγήσει με πιο ολοκληρωμένο τρόπο την υπόθεση αυτή ξεκινάν μετά τα 1750 και πάντα με τις διασυνδέσεις που υπήρχαν με τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, κύρια της Ρωσίας (το ξανθό γένος) που είχε σοβαρό λόγο αλλαγής τού τότε status.
Είναι γνωστές οι προσπάθειες παραμερισμού της κυριαρχίας των Τούρκων και καθόδου της στη Μεσόγειο.
Ρήγας Φεραίος
Σημαντική από αυτή την άποψη ήταν η προσπάθεια του Ρήγα Φεραίου να ξεκινήσει την επανάσταση των εθνοτήτων σε όλο τον βαλκανικό χώρο, με την προοπτική ίδρυσης της βαλκανικής ομοσπονδίας. Ενα όραμα αρκετά προοδευτικό, που αν συνδυαστεί με το κοινωνικό περιεχόμενο που έθετε θα λέγαμε ότι δείχνει έναν άνθρωπο που έβλεπε πολύ μακρύτερα από την εποχή του. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι καλούσε ακόμα και τη φτωχολογιά των Τούρκων να επαναστατήσει ενάντια στο σουλτάνο:
“Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμιοί, Νησιώτες και Ηπειρώτες, με μια κοινή ορμή, για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί, ν’ ανάψουμε μια φλόγα εις όλην την Τουρκιά, να τρέξει απ’ την Μπόννα έως την Αραπια…να σφάξουμε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούνκαι Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν”.
(Γ. Κορδάτου, “Ο Ρήγας Φεραίος και η βαλκανική ομοσπονδία”, σελ. 72).
Με τέτοια κηρύγματα ο Ρήγας και οι συνεργάτες του προσπαθούσαν να ενώσουν τους λαούς των Βαλκανίων. Δεν έμελλε όμως να ζήσει πολύ για να ολοκληρώσει το έργο του. Το Δεκέμβρη του 1797 συλλαμβάνεται στην Τεργέστη. Ακολουθεί κύμα συλλήψεων από την αυστριακή αστυνομία. Τον Απρίλη του 1798 ο Ρήγας και οι σύντροφοί του παραδίδονται στις τουρκικές αρχές. Στις 17 Ιούνη τον στραγγαλίζουν μαζί με άλλους 8 Ελληνες που κρατούνταν σε φυλακή του Βελιγραδίου.
Με την ευκαιρία αξίζει να δούμε τη στάση της Εκκλησίας στο ζήτημα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν συνελήφθη ο Ρήγας, με εγκύκλιο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, καλούσε τους δεσποτάδες να κατάσχουν το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα γιατί όπως ανέφερε “πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των δολερών αυτού εννοιών, τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον”.
Ο ίδιος, πλαστογραφώντας το όνομα του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ανθιμου, εξέδωσε την περίφημη “Πατρική διδασκαλία” με την οποία τασσόταν ενάντια σε κάθε ιδέα εθνικής εξέγερσης, ενάντια στις δημοκρατικές αρχές της γαλλικής επανάστασης και καθησύχαζε το λαό λέγοντας ότι οι Τούρκοι ήταν… θεόσταλτοι.
Δεν ήταν πρωτόγνωρη αυτή η φιλοτουρκική στάση του ανώτερου κλήρου και δικαιολογείται πλήρως, αφού από την πρώτη στιγμή της οθωμανικής κυριαρχίας όχι μόνο διατήρησαν τα όποια προνόμια είχαν επί Βυζαντίου, αλλά τα διεύρυναν κιόλας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε χριστιανός ήταν υποχρεωμένος να δίνει το ένα τρίτο των εισοδημάτων του στην Εκκλησία (ειδικός φόρος που λεγόταν ρόγα ή ζητεία). (Γ. Κορδάτου, “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821”, σελ. 71).
Φιλική Εταιρεία
Στα 1814 ιδρύεται στην Οδησσό η Φιλική Εταιρεία. Σκοπός της μυστικής αυτής οργάνωσης ήταν να ξεκινήσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Μπορεί στη διακήρυξή της να μην είχε τις προοδευτικές-ριζοσπαστικές ιδέες του Ρήγα αλλά έθετε ένα σοβαρό ζήτημα για την εποχή: την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την ίδρυση κράτους βασισμένου μόνο στις δυνάμεις των Ελλήνων.
Στην αρχή η ανάπτυξή της ήταν υποτυπώδης. Μάλιστα έγινε πρόταση στον Ιωάννη Καποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία της, αλλά αυτός αρνήθηκε. Στην αυτοβιογραφία του εξηγεί τους λόγους: “Οι καταστρώσαντες τοιαύτα τα σχέδια είναι περισσότερον ένοχοι και αυτοί ωθούν την Ελλάδα προς τον όλεθρον. Είναι ελεεινοί εμποροϋπάλληλοι, καταστραφέντες λόγω της κακής των διαγωγής… Σας επαναλαμβάνω: φυλαχτείτε από τοιούτους άνδρας”. (Γ. Κορδάτου, “Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επανάστασης του 1821”, σελ. 142).
Αναμενόμενο από έναν άνθρωπο με μαύρο παρελθόν. Δεν είναι βέβαια γνωστή η δράση του πριν από την επανάσταση. Η αστική ιστοριογραφία θέλει να δείξει τα έργα του ως πρώτου κυβερνήτη μετά την επανάσταση και ξεχνά ένα πολύ σημαντικό γεγονός που στιγμάτισε τη δράση του.
Οταν στα 1804 στα Εφτάνησα επικρατούν οι Ρώσοι, στην Κεφαλονιά ξεσπά αγροτική αντιφεουδαρχική εξέγερση. Ο Καποδίστριας, τοποτηρητής των Ρώσων και γνήσιος υπηρέτης της ρωσικής κατοχής, έπνιξε στο αίμα την εξέγερση, τασσόμενος σαφώς με το μέρος των φεουδαρχών.
Στα 1818 η έδρα της Φιλικής Εταιρείας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη και η Εταιρεία αρχίζει να αναπτύσσεται ραγδαία. Στην οργάνωση όμως μπήκαν και πολλοί Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες, αλλάζοντας ριζικά τη σύνθεσή της. Μετά το θάνατο του Σκουφά ανατίθεται η αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Οι τάσεις που συνυπήρχαν μέσα στους Φιλικούς ήταν:α) Η αστικοδημοκρατική-προοδευτική τάση. Ηταν οι συνεχιστές του Ρήγα που στηρίζονταν στην προοδευτική μερίδα των αστών και στις λαϊκές μάζες. Εκπρόσωποί της ήταν, εκτός από το Σκουφά, οι: Αναγνωστόπουλος, Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Αναγνωσταράς, Ανδρούτσος κ.ά.β)
Η συντηρητική-συμβιβαστική τάση. Στηριζόταν στη συντηρητική μερίδα των αστών και σύναψε συμμαχίες με τους κοτζαμπάσηδες και τους Αγγλους. Εκπρόσωποί της ήταν οι: Μαυροκορδάτος, Ιγνάτιος, Νέγρης, Κουντουριώτηδες, Ορλάνδος κ.ά.γ) Η αντιδραστική τάση.
Ηταν οι: μεγαλοκοτζαμπάσηδες και παλιά φεουδαρχικά στοιχεία που υπονόμευαν διαρκώς την επανάσταση. Εκπρόσωποί της ήταν οι: Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, Π. Π. Γερμανός, Χρύσανθος Μονεμβασιάς κ.ά.Από τη στιγμή εκείνη τα γεγονότα ήταν ραγδαία. Ο Αλ. Υψηλάντης συντάσσει, μαζί με τον Παπαφλέσσα και το Γεώργιο Λεβέντη, το “Γενικόν Σχέδιον” της επανάστασης.
Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη επανάσταση στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Μολδοβλαχία, την Ηπειρο και την Πελοπόννησο. Αποφασίζεται να κατέβει ο Αλ. Υψηλάντης στην Πελοπόννησο και να ξεκινήσει την επανάσταση στα τέλη του 1820 ταυτόχρονα σε όλα τα Βαλκάνια.
Στη Σερβία με τον Οβρένοβιτς, στη Μολδοβλαχία με τον Βλαντιμιρέσκου, καθώς και στη Βουλγαρία. Τελικά το σχέδιο τροποποιήθηκε γιατί ο Οβρένοβιτς δεν ακολούθησε και οι Αγγλοι ειδοποίησαν το σουλτάνο για τα σχέδια των Φιλικών. Επίσης ο Αλ. Υψηλάντης λόγω των αντιδραστικών του πεποιθήσεων διέταξε τον τουφεκισμό του Βλαντιμιρέσκου, καθώς ο τελευταίος ήθελε να δημιουργήσει καθαρά αγροτικό κίνημα ενάντια όχι μόνο στους Τούρκους, αλλά και στους φεουδάρχες, πράγμα που έβρισκε αντίθετο τον, μοναρχικών αντιλήψεων, πρίγκιπα.
Το αποτέλεσμα ήταν να μην ακολουθήσουν μαζικά άλλες εθνότητες και να ναυαγήσει η προσπάθεια (ήττα στο Δραγατσάνι).
Στις αρχές του 1821 έρχονται οι απεσταλμένοι των Φιλικών στη Νότια Ελλάδα για να συντονίσουν τις προετοιμασίες της επανάστασης.
Αρχισε να φαίνεται ξεκάθαρα πλέον ότι οι κοτζαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση την επανάσταση.
Χαρακτηριστική είναι η συνάντηση στις 26 Γενάρη στη Βοστίτσα (Αίγιο), στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου, όπου ο Παπαφλέσσας προσπαθεί να πείσει τους κοτζαμπάσηδες, τους καπετάνιους, τους δεσποτάδες και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να ξεκινήσει η επανάσταση.
Οι περισσότεροι από αυτούς αρνούνται. Μάλιστα απείλησαν τον Παπαφλέσσα ότι θα τον φυλάκιζαν ή και θα τον σκότωναν αν δεν σταματούσε την επαναστατική του προπαγάνδα.
Λαϊκές εξεγέρσεις
Στις 21 Μάρτη ο τσαγκάρης Παν. Καρατζάς ξεσηκώνει τους Πατρινούς.
Η Πάτρα καταλαμβάνεται από τους εξεγερμένους και οι Τούρκοι κλείνονται στο κάστρο. Στις 22-23 Μάρτη ξεσηκώνεται η Μάνη. Ο Κολοκοτρώνης κι ο Παπαφλέσσας μπαίνουν την ίδια μέρα στην Καλαμάτα και την ελευθερώνουν. Η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει παρά την επίσημη άποψη ότι ξεκίνησε στο μοναστήρι τη Αγίας Λαύρας στις 25 Μάρτη.
Στις 24 Μάρτη φτάνουν στην Πάτρα, που ήταν ήδη κατειλημμένη από το λαό, ο αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Ανδρέας Λόντος, εκ των υστέρων και αφού δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, κηρύσσουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Από τότε ξεκίνησε μια προσπάθεια της παλιάς κάστας που κατείχε τα προνόμια αλλά και της νέας αστικής τάξης που διαμορφώθηκε, να κυριαρχήσουν, να πάρουν τα ηνία της επανάστασης και να αποτρέψουν κάθε λαϊκό ξέσπασμα που απειλούσε τα συμφέροντά τους και ξέφευγε από τα πλαίσια που αυτοί έθεταν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο λαός κατάφερε έστω και πρόσκαιρα να κυριαρχήσει.
Οπως στην Υδρα που ένας γνήσιος λαϊκός ηγέτης, ο Αντώνης Οικονόμου, κηρύσσει την επανάσταση στις 28 Μάρτη και ο λαός καταλαμβάνει το διοικητήριο του νησιού καθώς και πολλά καράβια. Υποχρεώνουν τους μεγαλοκαραβοκύρηδες να δώσουν μέρος από την περιουσία τους για την επανάσταση κι έτσι ο στόλος της Υδρας μετατρέπεται σε ισχυρό πολεμικό ναυτικό. Τα ίδια συμβαίνουν και στις Σπέτσες και στα Ψαρά στις αρχές Απρίλη και σε λίγο στα περισσότερα νησιά.
Γενικά στα νησιά ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας πήρε έντονο ταξικό χαρακτήρα, αφού εκεί δημιουργήθηκαν οργανωμένα λαϊκά κόμματα. Χαρακτηριστικά στην Ανδρο, με ηγέτη τον αγρότη Δ. Μπαλή, το λαϊκό κίνημα ήταν επηρεασμένο από τις αρχές της γαλλικής επανάστασης (στους λόγους του ο Μπαλής μιλούσε για κομμούνα), στη Σάμο με τον Λυκούργο Λογοθέτη και στη Χίο με τον αγρότη Μπουρνιά εφαρμόστηκε πρόγραμμα αντιφεουδαρχικό με διανομή της μεγάλης ιδιοκτησίας σε μικροκαλλιεργητές και ακτήμονες.
Αξίζει να αναφέρουμε ένα απόσπασμα της προκήρυξης του Δ. Μπαλή που απευθυνόταν στο λαό της Ανδρου. Είναι από τα σπάνια ιστορικά ντοκουμέντα και καταδεικνύει το προχώρημα που πραγματοποιήθηκε στη σκέψη και τις ιδέες του λαού την εποχή εκείνη:
“Διατί και ημείς κατά την παρούσαν στιγμήν να μην αποτινάξωμεν όχι μόνον το ζυγόν των Τούρκων, αλλά και των αρχόντων; (…) Η γη ανήκει εις ημάς τους δουλευτάς της και όχι στους ολίγους Τουρκάρχοντας που τη νέμονται με το δικαίωμα του ισχυρότερου (…) θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει τον καρπόν των η κομμούνα μας και θα γίνεται δικαία μοιρασιά της σοδειάς εις όλους τους δουλευτάδες, ανάλογα με τον κόπον τους και την δούλευσίν τους”.
(Δ. Φωτιάδη, “Η επανάσταση του ‘21”, τ. Β, σελ. 92 -το απόσπασμα υπάρχει και σε σχολικό βιβλίο της Β’ Λυκείου, 1997).
Αλλά και στην Αθήνα ο Μελέτης Βασιλείου (αξιόλογος λαϊκός ηγέτης) ξεσηκώνει την πόλη, αναγκάζει τους Τούρκους να κλειστούν στην Ακρόπολη και για ένα διάστημα ο λαός παίρνει την εξουσία.
Οι κοτζαμπάσηδες όμως καταφέρνουν με την πρώτη ευκαιρία να ξαναπάρουν την εξουσία, καταδιώκουν τον Βασιλείου μέχρι την Εύβοια, όπου και τον δολοφονούν.Πολύ γρήγορα η επανάσταση απλώνεται σε όλη την Πελοπόννησο και τον Απρίλη στα νησιά. Μέχρι το Μάη η επανάσταση επεκτείνεται στη Μαγνησία, στη Χαλκιδική, στην Εύβοια, στην Κρήτη, στο Μεσολόγγι, στο Αγρίνιο, στο Σούλι.
Ομως οι κοτζαμπάσηδες δεν έμειναν άπρακτοι. Το Μάη επιτίθενται στον Οικονόμου, στο διοικητήριο της Υδρας, και αυτός αναγκάζεται να φύγει. Μετά από λίγο τον συλλαμβάνουν και τον μεταφέρουν στην Πελοπόννησο για να τον σκοτώσουν. Υστερα από αλλεπάλληλες συλλήψεις και αποδράσεις ο Οικονόμου αποφασίζει να πάει το Δεκέμβρη στην Α’ Εθνοσυνέλευση για να ζητήσει δικαιοσύνη.
Λίγο πριν από την Εθνοσυνέλευση άντρες του Λόντου τον σκοτώνουν. Στη Χίο και στη Σάμο αφού οι τοπικοί προύχοντες δεν μπορούσαν να καταστείλουν την εξέγερση, κατάφεραν να επικοινωνήσουν με τα απέναντι παράλια της Μ. Ασίας και ζήτησαν τη βοήθεια των Τούρκων. Ετσι μετά από την τουρκική απόβαση το λαϊκό κίνημα συνετρίβη. Δεκάδες χιλιάδες νησιώτες σφάχτηκαν και πολύ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής (καταστροφή της Χίου, Απρίλης 1822).Το Μάη του 1821 ο Φιλικός Ανθιμος Γαζής κηρύσσει τη επανάσταση στη Θεσσαλομαγνησία.
Η ενεργός αντεπαναστατική δράση των κοτζαμπάσηδων όμως δεν επέτρεψε τη διατήρηση της επανάστασης στην περιοχή. Ο Γαζής κυνηγήθηκε και έφυγε στη Ρούμελη.Στην περιοχή της Μάνης εξεγείρονται οι αγρότες και καταλαμβάνουν εκτάσεις στο Μυστρά και στη Μονεμβασιά τις οποίες μοιράζονται και αρχίζουν να τις καλλιεργούν.
Η κατάληψη κράτησε ένα χρόνο οπότε οι κοτζαμπάσηδες έστειλαν στρατό εναντίον τους.Το καλοκαίρι του 1821 φτάνει στην Υδρα, ως πληρεξούσιος της Φιλικής Εταιρείας, ο Δημήτριος Υψηλάντης, δημοσιεύει την πρώτη προκήρυξη προς τους Ελληνες και διεκδικεί τη γενική διεύθυνση του Αγώνα στο Αστρος.
Οι πρόκριτοι αντιδρούν και απειλούνται επεισόδια στα Βέρβαινα και στη Ζαράκοβα. Ομως 3.000 οργισμένοι στρατιώτες συγκροτώντας διαδήλωση απαίτησαν σύνταγμα και θέλησαν να σκοτώσουν τους πρόκριτους. Μόνο μετά από την κατευναστική παρέμβαση του Κολοκοτρώνη ηρέμησε η κατάσταση. Ηταν μια καλή ευκαιρία να λυθεί μια και καλή το ζήτημα της εξουσίας, αλλά η συμβιβαστική στάση του Κολοκοτρώνη το απέτρεψε.
Ετσι η αντιδραστική μερίδα των κοτζαμπάσηδων κατάφερε σταδιακά να επιβληθεί και να παραγκωνίσει όλους σχεδόν τους στρατιωτικούς ηγέτες ακόμα και τον Δ. Υψηλάντη.
Η στάση της Αγγλίας
Αξίζει να αναφερθούμε και στη στάση των Αγγλων, οι οποίοι, όλη την περίοδο μετά την έναρξη της επανάστασης, κατέτρεχαν τους επαναστατημένους Ελληνες και πρόδιναν τις κινήσεις τους στους Τούρκους. Η κατάληψη της Πάτρας από το λαϊκό στρατό του Καρατζά λύθηκε τον Απρίλη του 1821 από τον Γιουσούφ Πασά, με τη βοήθεια των Αγγλων. Ο Αγγλος αρμοστής της Επτανήσου (Μέτλαντ) φέρθηκε απάνθρωπα στους Φιλικούς των νησιών και στα γυναικόπαιδα που κατέφευγαν εκεί από τη Ρούμελη και το Μοριά για να σωθούν.
Από το 1815 ακόμα, όσοι εξεγείρονται στα Ιόνια νησιά κατά των Αγγλων είχαν πολύ σκληρή μεταχείριση. Οι φυλακίσεις, οι βασανισμοί και οι κρεμάλες ήταν η “ελευθερία” που πρόσφεραν οι Αγγλοι στους κατοίκους των νησιών.
Λαϊκοί ηγέτες όπως ο Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος, ο Ιωσήφ Μομφεράτος, ο Δομενεγίνης κ.ά. είχαν εξοριστεί. Λίγο αργότερα ο άγγλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, λόρδος Στράγκφορτ, θα δεχτεί την πρόταση του σουλτάνου να έρθουν αγγλικά πλοία από τη Μάλτα για να καταστρέψουν τον επαναστατικό ελληνικό στόλο στο Αιγαίο.
Μέχρι τα τέλη του 1823 οι κοτζαμπάσηδες και οι καραβοκύρηδες παραμερίζουν εντελώς τους Φιλικούς και εδραιώνουν την εξουσία τους. Αμέσως μετά ξεσπά η εμφύλια διαμάχη. Οι αιτίες της βρίσκονται στις διαμάχες μεταξύ μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης για το ποιος θα επικρατήσει. Δημιουργούνται δύο κυβερνήσεις: η μία ελέγχεται από τους στρατιωτικούς και η άλλη από τους υδραίους μεγαλοκαραβοκύρηδες.
Αυτοί έχουν μεγαλύτερη ισχύ γιατί τους υποστηρίζουν ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, αλλά έχουν και τις επαφές με τους Αγγλους (το εφοπλιστικό τους κεφάλαιο βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την Αγγλία). Υστερα από αρκετές συγκρούσεις τελειώνει η πρώτη φάση του εμφυλίου με ολοκληρωτική επικράτηση των κοτζαμπάσηδων του Μοριά και των υδραίων μεγαλοκαραβοκυραίων.
Στα μέσα του 1824 ξεσπά η δεύτερη φάση του εμφυλίου. Στη φάση αυτή οι καραβοκύρηδες θα παραμερίσουν τους κοτζαμπάσηδες (φεουδαρχία του Μοριά) και θα εδραιώσουν την εξουσία τους με την αμέριστη βοήθεια και τις πολλές παρεμβάσεις της Αγγλίας.
Το αποτέλεσμα της εμφύλιας διαμάχης ήταν να χαθούν πολύτιμοι αγωνιστές, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που δολοφονήθηκε από κυβερνητικούς, ο Κολοκοτρώνης που συνελήφθη και φυλακίστηκε, αλλά και πιο τραγικά γεγονότα όπως η πτώση του Μεσολογγίου, που οφείλεται καθαρά στους τυχοδιωκτικούς χειρισμούς του Μαυροκορδάτου και της κυβέρνησης.
Το ελληνικό ζήτημα είχε λυθεί σχεδόν οριστικά. Στις 21 Ιούλη του 1825 ο Αλ. Μαυροκορδάτος, ο Σπ. Τρικούπης και ο Ι. Κωλέττης συναντούν τον άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον στη φρεγάτα “Κάμπριαν” και του ανακοινώνουν ότι σαν εκπρόσωποι του ελληνικού λαού “καταθέτουν την τύχην της Ελλάδος εις την μεγαλοψυχίαν της Αγγλίας”.
Στο υπουργικό συμβούλιο που συγκλήθηκε μετά λίγες μέρες ανακοινώνεται ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν αποκλειστική υπόθεση της Αγγλίας. Αντιπροσωπεία Ελλήνων ύστερα από τις εντολές του Μαυροκορδάτου επισκέπτεται τον Κάνινγκ στο Λονδίνο και ζητάει γραπτώς να τεθεί η Ελλάδα υπό την προστασία της Αγγλίας. Πριν δηλαδή την απελευθέρωση, η κυβέρνηση ζήτησε να γίνει η Ελλάδα προτεκτοράτο της Αγγλίας!
Τα επόμενα γεγονότα είναι λίγο έως πολύ γνωστά. Η Ελλάδα μέσω των αλλεπάλληλων δανείων και με τις ευλογίες της ξενόδουλης αστικής τάξης δέθηκε στο άρμα των άγγλων αποικιοκρατών. Ο ελληνικός λαός υπέστη τις συνέπειες αυτών των γεγονότων για πολλές δεκαετίες.
Αλλά και η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, με τις εξαρτήσεις από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, έχουν την αφετηρία τους στα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΄21 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ η εικόνα… του «άλλου»
Το μάθημα της ιστορίας κατέχει προνομιακή θέση στη διαδικασία για τη συγκρότηση της ταυτότητας ενός λαού και εδώ «κατασκευάζονται» «εμείς» και οι «άλλοι», οι «εχθροί» και οι «φίλοι». Στα σχολικά βιβλία της ιστορίας, κυρίως, οι μαθητές από το Δημοτικό ακόμη, «διαβάζουν» το παρελθόν του τόπου τους, τις σχέσεις της χώρας τους με τις γειτονικές χώρες και διαμορφώνουν απόψεις, στάσεις και διαθέσεις.
Η οπτική παρουσίασης του παρελθόντος, ο τρόπος διαχείρισης των γεγονότων, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο, με οργανωμένο και μεθοδικό τρόπο, μπορεί να αναπτυχθούν εθνικιστικές αιχμές και να καλλιεργηθούν οι αντιθέσεις με τους γειτονικούς λαούς ή αντίθετα να προωθηθούν ιδέες συνεργασίας, φιλίας και ειρήνης.
· Ποια είναι η εικόνα που παρουσιάζουν για τους γειτονικούς μας Τούρκους τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας σε γεγονότα που επηρέασαν άμεσα την ιστορική πορεία των δύο λαών;
· Παράλληλα, πως παρουσιάζουν τα σχολικά βιβλία των γειτόνων μας την Ελληνική Επανάσταση του 1821;
· Με λίγα λόγια πως «διαβάζουν» το παρελθόν τα Ελληνόπουλα και τα Τουρκόπουλα μέσα από τα σχολικά τους βιβλία και πως αυτή η «ανάγνωση» εσωτερικεύεται στο παρόν;
Για μια πρώτη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα ζητήσαμε από μαθητές Δημοτικών και Γυμνασίων που διδάχθηκαν την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας στη βαλκανική και την Ελληνική επανάσταση (ΣΤ Δημοτικού, Γ Γυμνασίου) να μας απαντήσουν αν θεωρούν ότι η βία και η επιθετικότητα είναι φυσικό χαρακτηριστικό σε κάποιους λαούς και επίσης αν θεωρούν ότι με κάποιους λαούς δεν υπάρχουν προοπτικές φιλίας και συνεργασίας με τη χώρα μας.
Η ανάγνωση των πινάκων 1 και 2 φανερώνουν ότι στους Έλληνες μαθητές οι Τούρκοι έχουν εντυπωθεί στη συνείδησή τους ως «ο αιώνιος εχθρός» καθώς η βία και η επιθετικότητα παρουσιάζονται σχεδόν ως «εθνικό τους ελάττωμα» …
Την αντίστοιχη εικόνα για τους Έλληνες έχουν οι Τούρκοι μαθητές.
Πίνακας 1. Θεωρείτε ότι η βία και η επιθετικότητα είναι φυσικό χαρακτηριστικό σε κάποιους από τους παρακάτω λαούς;
|
||||
ΕΘΝΟΤΗΤΕΣ | ΚΑΘΟΛΟΥ | ΛΙΓΟ | ΠΟΛΥ | |
Ιταλοί | 85% | 11% | 4% | |
Άγγλοι | 33% | 42% | 25% | |
Τούρκοι | 7% | 18% | 75% | |
Ρώσοι | 14% | 66% | 20% | |
Γερμανοί | 23% | 36% | 41% | |
Βούλγαροι | 39% | 29% | 32% | |
Αμερικανοί | 13% | 45% | 42% | |
Πηγή : Έρευνα με ερωτηματολόγιο σε 450 μαθητές Δημοτικών και Γυμνασίων σχολείων της Αττικής | ||||
Πίνακας 2. Με ποιον από τους παρακάτω λαούς θεωρείτε ότι δεν υπάρχουν προοπτικές φιλίας και συνεργασίας με τη χώρα μας; | ||||
ΕΘΝΟΤΗΤΕΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ (%) | |||
Ιταλοί | 2% | |||
Αγγλοι | 19% | |||
Τούρκοι | 81% | |||
Ρώσοι | 19% | |||
Γερμανοί | 17% | |||
Βούλγαροι | 18% | |||
Αμερικανοί | 30% | |||
Πηγή : Έρευνα με ερωτηματολόγιο σε 450 μαθητές Δημοτικών και Γυμνασίων σχολείων της Αττικής ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Αν ρίξει κανείς μια ματιά στα σχολικά βιβλία ιστορίας των προηγούμενων δεκαετιών και των δύο χωρών θα διαπιστώσει εύκολα ότι έχουν ένα κοινό παρανομαστή: παρουσιάζουν με κάθε μορφής υποτιμητικά και προσβλητικά λόγια ο καθένας τον «ιστορικό τους εχθρό» που είναι «άγριος», «φανατισμένος», «αχάριστος», καλλιεργώντας φιλοπόλεμες διαθέσεις και εδραιώνοντας το μίσος και την εχθρική στάση. Να πως αντιμετώπιζε την Ελληνική επανάσταση ένα Τουρκικό σχολικό βιβλίο ιστορίας στη δεκαετία του ΄70 : |
Την ίδια περίοδο στα δικά μας σχολικά βιβλία της Ιστορίας οι Τούρκοι παρουσιάζονται «νωθροί», «φανατισμένοι», «άξεστοι», «απολίτιστοι», «άγριοι».
Από την ΣΤ΄Δημοτικού το Ελληνόπουλο μάθαινε ότι «οργισμένος τότε ο Ομέρ Βρυώνης έδωσε διαταγή να τον σουβλίσουν ζωντανό. Ο Διάκος υπόφερε το φοβερό μαρτύριο χωρίς να δακρύσει, χωρίς να βγάλει στεναγμό πόνου»
ΣΗΜΕΡΑ
Στη Σύσταση για την εκπαίδευση (άρθρο 15) της UNESCO (1974) επισημαίνεται ότι τα σχολικά βιβλία της ιστορίας πρέπει να παρουσιάζουν σε βάθος τους παράγοντες και τις καταστάσεις που αποτελούν σημεία έντασης και προστριβής ανάμεσα στις χώρες. Έτσι «να αποκαλύπτονται τα πραγματικά συμφέροντα των λαών και εκείνα των ομάδων που μονοπωλούν την οικονομική και πολιτική εξουσία ασκούν την εκμετάλλευση και υποθάλπουν τον πόλεμο»
Είναι αλήθεια ότι σήμερα υπάρχει μια φραστική εξομάλυνση στα σημεία τριβής και αποφεύγονται συστηματικά φορτισμένοι όροι, όπως για παράδειγμα οι λεπτομερείς περιγραφές βίαιων πράξεων που αποτελούσαν κύριο χαρακτηριστικό στα παλιότερα σχολικά βιβλία ιστορίας.
Όμως, σε καμιά περίπτωση η διαπραγμάτευση των ιστορικών γεγονότων δεν είναι απαλλαγμένη από στερεότυπα και η περιφρονητική και εχθρική περιγραφή των Τούρκων στα Ελληνικά σχολικά βιβλία και των Ελλήνων στα Τουρκικά παραπέμπει άμεσα και σαφώς στην προσπάθεια δημιουργίας της εικόνας του «έθνους των κακών» ως αρνητική φωτογραφία του «έθνους των καλών».
Όταν τα σχολικά βιβλία ιστορίας και των δύο χωρών αναφέρονται στην περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας στην Βαλκανική και στην Ελληνική επανάσταση, η περιγραφή των συγκρούσεων φαίνεται να εμπνέουν τους συγγραφείς περισσότερο από την ανάλυση των πραγματικών αιτιών. Κοντολογίς ο πόλεμος, οι σφαγές, η αδικία, οι βαρβαρότητες παρουσιάζονται σαν «εθνικό ελάττωμα» του «άλλου», εμποδίζοντας έτσι τις νέες γενιές να ξεχωρίσουν τα αίτια. Η βία της εξουσίας γίνεται φυσικό χαρακτηριστικό ενός έθνους.Η ιστορία εκτοπισμένη στη λέξη «μνήμη», μια λέξη πασπαρτού, γίνεται το όργανο μιας «διαχείρισης» που εξαρτάται περισσότερο από τις σχέσεις των δύο χωρών στο παρόν.
Στα σημεία που αφορούν τις αναλύσεις για την φυσιογνωμία του ενός ή του άλλου λαού η εικόνα των άλλων αποδίδει αρνητικά χαρακτηριστικά σε εθνότητες. Ταυτίζει επιμέρους ομάδες με ολόκληρο λαό, ταυτίζει τους λαούς με τις εξουσίες ή κυβερνήσεις. Εμφανίζει τα έθνη σαν απόλυτα συνεκτικές ομάδες, χωρίς εσωτερικές διακρίσεις και διαφορές, χωρίς συγκρουόμενα συμφέροντα, με χαρακτηριστικά καλά ή κακά, στατικά και απαράλλαχτα σαν από τη φύση δοσμένα.
Αυτό σημαίνει ότι η αυταρχική διακυβέρνηση, οι αυτοκρατορίες, η αποικιοκρατία, ο πόλεμος, ο επεκτατισμός, η βία «φυσικοποιούνται» και δεν εμφανίζονται στους μαθητές / τριες σαν κοινωνικό φαινόμενο, που έχει σχέση με την ιστορική περίοδο, το είδος διακυβέρνησης, την οργάνωση των κοινωνιών, τα καθεστώτα, τις πολιτικές ηγεσίες.
Ένα ολόκληρο ιδεολογικό πρετ – α – πορτέ» ξετυλίγεται στις σελίδες τους και η επιλεκτική μνήμη είναι πανταχού παρών. Σε άλλα υπερβάλλουν, σε άλλα τηρούν βαθιά σιωπή. Έτσι για τα Τουρκικά σχολικά βιβλία ιστορίας η Ελληνική επανάσταση αντιμετωπίζεται σαν ένα δυσάρεστο γεγονός της Τουρκικής ιστορίας.
Η ίδια η λύση του Ελληνικού ζητήματος και η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους παρουσιάζεται αποκλειστικά και μόνο ως συνέπεια της ανάμειξης των ξένων δυνάμεων. Σύμφωνα με τα τουρκικά βιβλία ιστορίας,
«οι Έλληνες είχαν τα περισσότερα προνόμια, και σε σχέση με άλλους χριστιανικούς λαούς ήταν πιο εύποροι και πιο φωτισμένοι».
Υποβάλλεται η ιδέα ότι οι Έλληνες είναι αχάριστοι, αχόρταγοι, φιλοπόλεμοι και επεκτατιστές και ότι είναι φυσικό ή εθνικό τους χαρακτηριστικό το να έχουν συνέχεια «απλωμένο το χέρι».
ΕΘΝΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Οι Έλληνες αποδυναμώνουν την εθνική τους συνείδηση όταν καταπολεμούν στα σχολικά βιβλία τον εθνοκεντρισμό, την περιφρονητική υποτιμητική και εχθρική περιγραφή, όταν δεν κάνουν το ίδιο και οι Τούρκοι;
Η πανεπιστημιακός Αννα Φραγκουδάκη σημειώνει ότι όχι μόνο δεν
«αποδυναμώνουμε την εθνική μας συνείδηση όταν τα σχολικά βιβλία μαθαίνουν στα παιδιά ιστορία και όχι μυθολογία που αξιολογεί τα έθνη με βάση παραδοσιακά στερεότυπα, αλλά αντίθετα διαμορφώνουμε συνείδηση ανθεκτική και κριτική».
Η πολιτική μάθηση από μια διαστρεβλωτική εικόνα της ιστορίας είναι διπλή. Κατασκευάζει μια εικόνα των άλλων που αποκλείει τη δυνατότητα σύλληψης ή αποδοχής της ιδέας για κάθε είδους συμμαχία ή συνύπαρξη με τους «κακούς» των άλλων εθνών.
Ακόμα περισσότερο αποκλείει τη δυνατότητα εντοπισμού συμμάχων ομάδων στο εσωτερικό των «κακών» εθνών, όπως π.χ. για να μείνουμε στους «κακούς» των βιβλίων, δημοκράτες, και φιλειρηνικούς Τούρκους που ονειρεύονται συμμαχία, συνεργασία και ειρήνη των βαλκανικών λαών, κ.ο.Ως προς τον εθνικό εαυτό, αυτή η πολιτική μάθηση, που ταυτίζει τον ολοκληρωτισμό και τον πόλεμο με εθνικά ελαττώματα, εμποδίζει τις νέες γενιές ν΄ αναγνωρίσουν τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια των πολέμων και των αυταρχικών εξουσιών.
Έτσι, αφήνει απροστάτευτες τις νέες γενιές όχι μόνο από τους δικτάτορες και πολεμοκάπηλους των άλλων αλλά και τους δικούς τους. Η ταύτιση της βίας των εξουσιών με «φυσικά» χαρακτηριστικά των «κακών» εθνών ανοίγει το δρόμο προς τους πατριδοκάπηλους και πολεμοκάπηλους.
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ….ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Ξέρετε πότε είχαμε αλλεπάλληλες εκδόσεις σχολικών βιβλίων ιστορίας στη Βαλκανική; Από το 1990 και μετά.
Σύμφωνα με την Πανεπιστημιακό Σοφία Βούρη, η εμφάνιση νέων σχολικών βιβλίων ιστορίας στα Βαλκάνια έγινε υπό την πίεση των πολιτικών ανακατατάξεων την περίοδο αυτή και πιστοποιούσε την προσπάθεια των μετασχηματιζόμενων χωρών της Ν.Α. Ευρώπης να επαναπροσδιορίσουν και να αναδιαπραγματευτούν τη συλλογική μνήμη των μελών τους και να συγκροτήσουν νέες ταυτότητες.Στη χώρα μας η «παρουσίαση» του παρελθόντος μέσα στα σχολικά βιβλία ιστορίας είχε τις δικές της περιπέτειες.
Ένα από τα μακροβιότερα σχολικά βιβλία ιστορίας, αυτό των Θεοδωρίδη – Λαζάρου (Ιστορία των Νέων Χρόνων) γράφεται το 1923, παραμορφώνεται το 1937 (δικτατορία Μεταξά), «καθαρίζεται» το 1972 (δικτατορία), μεταγλωττίζεται και επιβιώνει ως το 1982.
Το 1982 ένα χρόνο μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ έρχεται στα σχολεία νέο βιβλίο Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, το οποίο γράφτηκε από τον Βασίλη Κρεμμυδά. Κατά την πορεία όμως του βιβλίου από τον συγγραφέα στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και στη συνέχεια στον Οργανισμό Έκδοσης Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ) προστίθεται από άγνωστο χέρι μια παράγραφος που κάνει λόγο για έναρξη της επανάστασης του 1821 στην Αγία Λαύρα, για λάβαρα της επανάστασης κ.λπ. γεγονός που καταγγέλλεται από τον ίδιο συγγραφέα του βιβλίου σαν παραχάραξη!
Μια άλλη διάσταση της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας στην εκπαίδευση δίνει ο Φανούρης Βώρος και αφορά στο προηγούμενο βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού (Ελληνική Ιστορία των Νεοτέρων Χρόνων) που διδάσκονταν μέχρι το 1989.
Το βιβλίο, λοιπόν, αυτό διαθέτει 150 σελίδες για την επανάσταση του ΄21, επτά σελίδες για την Ελλάδα από το 1832 – 1909, είκοσι σελίδες για την περίοδο 1909 έως σήμερα και μια υποσημείωση για το Γοργοπόταμο.
Όπως γράφει ο Serge Halim, μπορεί κανείς να φανταστεί πιο περίτρανη απόδειξη ότι η ιστορία ξεπηδάει από το παρόν, αφού άλλωστε η ίδια είναι που το τρέφει;